Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Του Χρίστου Μπίστη
"Συχνά ο πόλεμος", έλεγε ο Λένιν, "αποκαλύπτει το σάπιο και σαρώνει το συμβατικό" . Στην πρόσφατη ελληνοτουρκική κρίση, ωστόσο, ήταν αρκετή η απειλή του πολέμου για να ξεφουσκώσει μέσα σε μια νύχτα η μεθοδευμένη "εκσυγχρονιστική" ευφορία και η ευρωλαγνεία της "νέας εποχής"· για να μετατραπούν από τη μια στιγμή στην άλλη οι κούφιοι παλληκαρισμοί και οι εθνικιστικές κορώνες σε δουλικές υποκλίσεις απέναντι στους υποκινητές και επιδιαιτητές της κρίσης, τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές· για να αποδειχτεί ότι οι "πολιτισμένοι" και μειλίχιοι "ανανεωτές" του εκφυλισμένου πολιτικού μας συστήματος, δεν είναι μόνο κυνικοί υπηρέτες του μεγάλου κεφαλαίου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Μάαστριχ - για τη συνέχιση και κλιμάκωση της εξουθενωτικής λιτότητας, για την τελική έφοδο ενάντια στα υπολείμματα των κατακτήσεων και δικαιωμάτων των εργαζόμενων· αλλά και ότι με την πολιτική τους δημιουργούν θανάσιμους κινδύνους για την ειρήνη, για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, για τη ζωή του λαού.
Η απογοήτευση, η ανασφάλεια, η ανεμπιστοσύνη των πλατιών λαϊκών μαζών σηματοδοτούν -αρνητικά για την ώρα- το πολιτικό κενό που μεγαλώνει, την πολύμορφη κρίση που βαθαίνει. Ο σπαρασσόμενος αστικός πολιτικός κόσμος αδυνατεί να προβάλει διέξοδο, ο ΣΥΝ έχει αφομοιωθεί ολοκληρωτικά στο "εκσυγχρονιστικό" σκηνικό, το ΚΚΕ, ανίκανο για οποιαδήποτε αυτοκριτική, πασχίζει να επιβιώσει σαν "αριστερή" εφεδρεία και οπισθοφυλακή του συστήματος. Εθνικιστικοί, φασιστικοί, φιλομοναρχικοί κύκλοι προσπαθούν κι αυτοί να σηκώσουν κεφάλι.
Ωστόσο και η ριζοσπαστική αριστερά αποκαλύφθηκε αναντίστοιχη με τις απαιτήσεις της περιόδου. Παρά τις επί μέρους θετικές πρωτοβουλίες της, φάνηκε ανέτοιμη να συλλάβει τον παλμό και την αγωνία των λαϊκών μαζών, να αντιδράσει με ενιαίο και ξεκάθαρο τρόπο απέναντι σ' ένα κορυφαίο πολιτικό γεγονός σαν αυτό της ελληνοτουρκικής κρίσης. Σήμερα όμως ακόμα και για να επιβιώσει, πολύ περισσότερο για να ανταποκριθεί στην επιτακτική ανάγκη της ανασυγκρότησης του επαναστατικού εργατικού κινήματος, η ριζοσπαστική αριστερά είναι αναγκασμένη να προχωρήσει πέρα από την καταγγελία και την αρνητική της οριοθέτηση απέναντι στις προδοσίες του ρεφορμισμού, απέναντι στη σήψη και τη βαρβαρότητα του συστήματος, πέρα από τη γενική αναφορά στην αναγκαιότητα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.
- Να ξεπεράσει την επίπλαστη "αυτάρκεια" και την οπορτουνιστική περιχαράκωση ορισμένων ομάδων στις απόψεις τους.
- Να πάψει να αντιπαραθέτει γενικόλογες "εκτιμήσεις", αφορισμούς και ιδεολογήματα μέσα στις γραμμές της.
- Να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα και αναλυτικά τα ζητήματα: για το χαρακτήρα και τιςαντιθέσεις της σημερινής εποχής, για το χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, για τον ιδιαίτερο ρόλο της Ελλάδας και της Τουρκίας, για το πολιτικό περιεχόμενο και τις επιδιώξεις της κάθε πλευράς σε μια πιθανή ελληνοτουρκική αναμέτρηση. Να συλλάβει έτσι, πέρα από την αποκλειστική σχεδόν ενασχόλησή της με επί μέρους αντιστάσεις και κινήματα, και το πολιτικό πρόβλημα της χώρας στο σύνολό του. Να πείσει και να πειστεί. Να αναλάβει ευθύνες, να επεξεργαστεί μαζί με τις λαϊκές μάζες τους εθνικούς και διεθνιστικούς στόχους της επανάστασης.
Σ' αυτή την κατεύθυνση θέλουν να συμβάλουν οι σκέψεις που ακολουθούν.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ ΣΗΜΕΡΑ
Στα πλαίσια της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα δεν φαίνεται να υπάρχει αμφισβήτηση ότι και μετά τις καταρρεύσεις των εκφυλισμένων καθεστώτων του "υπαρκτού σοσιαλισμού", παρά τις διεθνείς ανακατατάξεις και τις αναδιαρθρώσεις που φέρνει μαζί της η τεχνολογική επανάσταση, δεν έχουμε πάψει να βρισκόμαστε στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Σε μια περίοδο μάλιστα όπου με ιδιαίτερη ένταση εκδηλώνονται τα αδιέξοδα του συστήματος, η "πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους", η υπερπαραγωγή κεφαλαίου και προϊόντων με τις αλλεπάλληλες νομισματικές κρίσεις που τη συνοδεύουν, μια πρωτοφανής επίθεση κατά των εργαζόμενων, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για το ξαναμοίρασμα του κόσμου - ανάμεσα στ' άλλα και με την υποδαύλιση και το ξέσπασμα τοπικών πολέμων. Σε γενικές γραμμές οι θεωρίες της "παγκοσμιοποίησης" και "διεθνοποίησης" του καπιταλισμού, η σύγχρονη δηλαδή έκδοση της θεωρίας του "υπεριμπεριαλισμού", που θα μπορούσε δήθεν να παραμερίσει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, απορρίπτονται. Ωστόσο, η καουτσκική αντίληψη "της από κοινού εκμετάλλευσης του κόσμου από το διεθνικά ενωμένο χρηματιστικό κεφάλαιο", αναβιώνει σε εκτιμήσεις που υπερτιμούν τη "συνένωση" και υποτιμούν τον ανταγωνισμό των ιμπεριαλιστών, ενώ ταυτόχρονα συγκαλύπτουν τις σχέσεις εξάρτησης ή κυριαρχίας μεταξύ κεφαλαίων.
Ακόμα, ενώ αναγνωρίζεται ότι ο ιμπεριαλισμός είναι η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, η εξαγωγή κεφαλαίου σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων, καθώς και η σύγκρουση μεταξύ κεφαλαιοκρατικών ενώσεων για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου, υποτιμούνται ορισμένα άλλα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του. Όπως: ότι ο κεφαλαιοκρατικός ιμπεριαλισμός εμφανίζεται "μόνο σε ορισμένη, πολύ υψηλή βαθμίδα της ανάπτυξης" του καπιταλισμού, ότι "για τον ιμπεριαλισμό είναι χαρακτηριστική ίσα-ίσα η τάση για προσαρτήσεις όχι μόνο αγροτικών περιοχών, μα ακόμα και των πιο βιομηχανικών" και ότι "το ουσιαστικό για τον ιμπεριαλισμό είναι ο ανταγωνισμός μερικών μεγάλων δυνάμεων που τείνουν προς την ηγεμονία". Τέλος, παραβλέπεται αυτό που ο Λένιν, στην "Έκθεση προς την Επιτροπή για το Εθνικό και το Αποικιακό Ζήτημα" στην Κομμουνιστική Διεθνή, θεωρούσε πως ήταν "η πιο σπουδαία, η πιο βασική ιδέα των θέσεών μας", δηλαδή "η διάκριση ανάμεσα στα καταπιεζόμενα και τα καταπιέζοντα έθνη", για να συμπληρώσει αμέσως παρακάτω: "Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ιμπεριαλισμού είναι ότι όλος ο κόσμος, όπως τον βλέπουμε εμείς, χωρίζεται σήμερα ανάμεσα σ’ έναν μεγάλο αριθμό καταπιεζόμενων εθνών και σ’ ένα μηδαμινό αριθμό καταπιεζόντων εθνών, που διαθέτουν τεράστια πλούτη και ισχυρή στρατιωτική δύναμη". Έτσι, τόσο η εθνικο-δημοκρατική όσο και η σοσιαλιστική-προλεταριακή επανάσταση, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας, αποκτούσαν για τη μεγάλη πλειοψηφία των λαών της γης αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά.
Όλα όσα εκθέσαμε παραπάνω εξακολουθούν, κατά τη γνώμη μας, να ισχύουν και σήμερα. Μερικά παραδείγματα:
Τα αποτελέσματα του 8ου ετήσιου Global 1OOO του αμερικάνικου περιοδικού Business Week που αναδημοσιεύτηκε στο τεύχος Νο 73 του ελληνικού περιοδικού Κεφάλαιο τον Οκτώβρη του 1995 (πρόκειται για την ετήσια ανάλυση των 1000 ισχυρότερων εταιριών στον κόσμο που επεξεργάζεται η Morgan Stanley International στη Γενεύη), μας δίνουν το υλικό για κάποια συγκεκριμένα συμπεράσματα σχετικά με την εικόνα του σύγχρονου κόσμου. Αποκαλύπτουν ότι:
1. Η χρηματιστηριακή αξία των μεγαλύτερων από αυτούς τους κολοσσούς, ανάμεσα στους οποίους δεν βρίσκεται ούτε μια ελληνική επιχείρηση, ξεπερνάει είτε προσεγγίζει το συνολικό ΑΕΠ της Ελλάδας (NIPPON TELEGRAPH & TELEPHONE, ROYAL DUTCH / SHELL GROUP, GENERAL ELECTRIC, EXXON , AT&T, COCA COLA κ.λπ.) ενώ η μικρότερη από αυτές, η βρετανική SEARS (640 δις) είναι δυο φορές μεγαλύτερη από τη μεγαλύτερη ελληνική, την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ (ΕΑΒ) Α.Ε. (290 δις).
2. Όλες αυτές οι επιχειρήσεις ανήκουν στις γνωστές μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Ή, όπως διατυπώνεται στην έκδοση του Monde Diplomatique "Οικονομία - Η εποχή της παγκοσμιότητας": "Οι επιχειρήσεις αυτές μπορεί να λέγονται παγκόσμιες, αλλά δεν είναι. Στην πραγματικότητα είναι τριαδικές, με την έννοια ότι επεμβαίνουν στους τρεις κυρίαρχους πόλους: Βόρεια Αμερική, Δυτική Ευρώπη και ζώνη Ασίας-Ειρηνικού. Στους κόλπους αυτής της τριάδας οι συναλλαγές πολλαπλασιάζονται και εντατικοποιούνται. Η παγκόσμια οικονομία προκαλεί έτσι, παραδόξως, τον επιμερισμό του κόσμου σε τρεις ολοένα και πιο συνεκτικούς πόλους, ενώ οι υπόλοιπες χώρες (και ειδικά οι αφρικανικές) που φτωχαίνουν προοδευτικά, περιθωριοποιούνται και αποκλείονται από το παγκόσμιο εμπόριο και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό".
Μέσα σ' αυτή τη διεθνή οικονομική πραγματικότητα από τη μια μεριά εμφανίζεται η τάση της όλο και μεγαλύτερης συγκέντρωσης του παγκόσμιου πλούτου κάτω από τον έλεγχο μιας χούφτας πλούσιων χωρών (στη δεκαετία του ‘90 οι τρεις κυρίαρχοι πόλοι που αναφέρθηκαν παραπάνω και στους οποίους κατοικεί το 14% του πληθυσμού της γης συγκέντρωναν το 73,6% του παγκόσμιου εμπορίου) και της οικοδόμησης ενός νέου "τείχους του Βερολίνου" απέναντι στα δισεκατομμύρια των ανθρώπινων όντων που φυτοζωούν στο λεγόμενο 3ο κόσμο. Σ' ό,τι δε αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές χώρες από τη μια μεριά υπάρχει η συνεργασία και ο συντονισμός όπως εκφράζονται στα πλαίσια της λέσχης των 7 πλουσιότερων χωρών(G7), στο Δ.Ν.Τ. και την Παγκόσμια Τράπεζα – από την άλλη ένας ανηλεής τεχνολογικός-βιομηχανικός και οικονομικός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Ε.Ε., την Ιαπωνία για την παγκόσμια επικράτηση που, ανάμεσα στ' άλλα, και στο όνομα της "ανταγωνιστικότητας", επιτίθεται βίαια και εξαθλιώνει την εργατική τάξη και μέσα στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.
Σ' ό,τι αφορά τέλος τη διεθνή πολιτική πραγματικότητα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ορισμένες παρατηρήσεις που κάνει ο Κίσινγκερ στο τελευταίο βιβλίο του με τον τίτλο "Διπλωματία". "Η νίκη στον ψυχρό πόλεμο", λέει ο Κίσινγκερ, "έχει φέρει την Αμερική σε έναν κόσμο που έχει πολλές ομοιότητες με το ευρωπαϊκό πολιτειακό σύστημα του 18ου και 19ου αιώνα... Σ' ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από πέντε ή έξι μεγάλες δυνάμεις και πολλά μικρότερα κράτη..." Και παρακάτω: "Η Αμερική είναι κραταιότερη απ' όσο ήταν δέκα χρόνια πριν, αλλά και η ισχύς σε γενικές γραμμές έχει διασπαρθεί περισσότερο". Σ' αυτές τις συνθήκες, να πώς περιγράφεται και ο "στρατηγικός κίνδυνος" για τη σημερινή Αμερική:
"Γεωπολιτικά, η Αμερική είναι ένα νησί μακριά από τις ακτές της γήινης μάζας της Ευρασίας, οι πόροι και ο πληθυσμός της οποίας είναι πολύ μεγαλύτερα απ' αυτά των Ηνωμένων Πολιτειών. Η κυριαρχία μιας μόνο δύναμης σε οποιαδήποτε από τις δυο κύριες σφαίρες της Ευρασίας -Ευρώπη ή Ασία (δηλαδή Γερμανία ή Ρωσία - σημ. Χ.Μ.)- παραμένει ένας καλός ορισμός στρατηγικού κινδύνου για την Αμερική, με ή χωρίς Ψυχρό Πόλεμο. Κι αυτό επειδή μια τέτοια δύναμη θα είχε την ικανότητα να ξεπεράσει την Αμερική στον οικονομικό και, τέλος, στο στρατιωτικό τομέα επίσης. Ο κίνδυνος αυτός θα έπρεπε να αποτραπεί έστω κι αν η κυρίαρχη δύναμη φαινόταν καλοπροαίρετη, γιατί αν άλλαζαν ποτέ οι προθέσεις της, η Αμερική θα βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση για αποτελεσματική αντίσταση, ενώ οι δυνατότητές της να διαμορφώσει τα γεγονότα θα έφθιναν όλο και πιο πολύ". Πιο ειδικά σε σχέση με τη Ρωσία ο Κίσινγκερ αναζητεί μιαν εξωτερική πολιτική που "θα επιζητούσε να δημιουργήσει αντίβαρα σε αναμενόμενες τάσεις και όχι να ρίξει όλο της το βάρος στην εσωτερική μεταρρύθμιση. Αν και θα υποστήριζε την ελεύθερη οικονομία και τη δημοκρατία στη Ρωσία, θα προσπαθούσε επίσης να ενισχύσει τους φραγμούς στο ρωσικό επεκτατισμό".
Είναι φανερό ότι χωρίς να πάρουμε σοβαρά υπόψη στρατηγικές επιδιώξεις σαν τις παραπάνω, δεν είναι δυνατό να εκτιμήσουμε σωστά και όσα συμβαίνουν στη γειτονιά μας, ανάμεσα σ' αυτά και την ελληνοτουρκή κρίση που εκδηλώνεται σ' ένα απ' τα πιο κρίσιμα σταυροδρόμια του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων της σημερνής περιόδου.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ
Η συζήτηση που έχει ανοίξει σήμερα (με αρκετή καθυστέρηση, είναι αλήθεια) για τη θέση και το ρόλο της Ελλάδας μέσα στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα (αντίστοιχα θα ‘πρεπε να ερευνηθεί περισσότερο και το ζήτημα της Τουρκίας), αφορά ένα πρόβλημα καθοριστικό τόσο για τη στάση μας σε μια πιθανή θερμή αναμέτρηση, αλλά και για τη διαμόρφωση της πολιτικής της ριζοσπαστικής αριστεράς γενικότερα.
Στη συζήτηση αυτή προβλήθηκε η άποψη ότι η Ελλάδα είναι χώρα "ιμπεριαλιστική" ή τουλάχιστον με "ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά", σύμφωνα με ορισμένα από τα κριτήρια που χρησιμοποιούσε ο Λένιν για τον ορισμό του ιμπεριαλισμού.
1. Η Ελλάδα, μας είπαν, χαρακτηρίζεται από "υψηλού βαθμού συγκέντρωση και συγκεντροποίηση", υπονοώντας έτσι ότι έχει φτάσει στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Πάνω σ' αυτό το ζήτημα πρέπει να σταθούμε λίγο περισσότερο. Γιατί αν είναι αλήθεια ότι ήδη πριν από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε αναπτυχθεί στην Ελλάδα ένας ιδιόμορφος κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, αυτός στηριζόταν σε μια αδύνατη οικονομική βάση και τον χαρακτήριζε όχι μόνο τότε, αλλά ακόμα περισσότερο σήμερα, ένας πολύ ψηλός βαθμός εξάρτησης από το ξένο κεφάλαιο.
Στην εγκυρότερη ίσως ανάλυση για το σχηματισμό του ελληνικού καπιταλισμού ο Δημήτρης Μπάτσης στο έργο του "Η Βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα " μιλούσε για "τεχνητά μονοπώλια" στην Ελλάδα, γιατί εξαιτίας της φύσης του κυρίαρχου εμπορομεσιτικού κεφαλαίου: "Ο νόμος του καπιταλιστικού ελεύθερου ανταγωνισμού δε λειτούργησε έτσι, ώστε να αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις με την εσωτερική οργανική ανάπτυξη της οικονομίας, να μεγαλώσει από την ανύψωση της οργανικής σύνθεσης των κεφαλαίων η παραγωγικότητα της εργασίας..." Έτσι τα μονοπώλια που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα, και πριν αλλά ιδίως μετά τη "μικρασιατική καταστροφή" (Φιξ, Πατραϊκή Α.Ε., Χαρτοποιία Αιγίου, ΦΩΣ-ΟΣΡΑΜ, ΙΡΙΣ, ΤΙΤΑΝ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΠΑΟΥΕΡ, ΟΥΛΕΝ κ.λπ.) όφειλαν τη δημιουργία τους όχι στον εσωτερικό ανταγωνισμό και στην αντίστοιχη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση, αλλά στην παροχή μονοπωλιακών προνομίων, στην ανακήρυξη ολόκληρων κλάδων σε "κλειστούς" και στην ψηλή δασμολογική προστασία που τους είχε παραχωρήσει το κράτος. Χωρίς βιομηχανία παραγωγής μέσων παραγωγής και με εισαγόμενη τεχνολογία, ο ρόλος του ξένου κεφαλαίου ήταν καθοριστικός. " Εκμεταλλεύτηκε τις πρώτες ύλες, χρησιμοποίησε την αγορά μας για να τοποθετήσει μισοτελειωμένα και έτοιμα είδη και τοποθέτησε κεφάλαια σε διάφορες μορφές: Δημόσια δάνεια, ιδιωτικά δάνεια, τοποθέτηση σε επιχειρήσεις, παραγωγικά δημόσια έργα, μεταφορές, βιομηχανίες, εμπόριο, τράπεζες κ.λπ."
Στη δεκαετία του ‘6Ο το ξένο κεφάλαιο, με την προστασία του αποικιακού Νόμου 2687/53, πήρε κάτω από τον έλεγχό του τους βασικότερους τομείς των εγχώριων πρώτων υλών (αλουμίνιο, νικέλιο, σιδηρονικέλιο, αντικροτικά). Σε μια δεύτερη περίοδο, όταν άρχισε να καταργείται η δασμολογική προστασία της εγχώριας ελαφράς βιομηχανίας, ενόψει της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ και σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τα περισσότερα ελληνικά "μονοπώλια" άρχισαν να γίνονται προβληματικά, να κλείνουν ή να εξαγοράζονται και να πέφτουν κάτω από τον έλεγχο του ξένου κεφαλαίου.
Σε έρευνα της εφημερίδας "Το Βήμα" με τίτλο "Πόσο ελληνική είναι η ελληνική βιομηχανία" τον Αύγουστο του 1993 διαβάζουμε ότι:
"Το 40% των κερδών των 440 πιο κερδοφόρων ελληνικών βιομηχανιών" ανήκει σήμερα στο ξένο κεφάλαιο, κατά κύριο λόγο στο ευρωπαϊκό. Σε ορισμένους τομείς το ποσοστό αυτό είναι ακόμα ψηλότερο όπως στη χημική βιομηχανία 56,5%, στη φαρμακοβιομηχανία 63%. Ορισμένα από τα γνωστότερα ελληνικά μονοπώλια ανήκουν σε ξένους (Αθηναϊκή Ζυθοποιία, ΑΓΕΤ Ηρακλής, Ελαΐς, Λουμίδης, Μεταξάς ΑΒΕ, Μίσκο, Βιβεχρώμ, Μινέρβα ΑΕ, Πίτσος ΑΕ, Παυλίδης ΑΕ , ΒΙΑΜΥΛ, ΕΛΒΗΜ κ.λπ.). Βέβαια, ο έλεγχος του ξένου κεφαλαίου δεν περιορίζεται στις βιομηχανίες αυτές, αλλά και σε όλες όσες είναι αναγκασμένες να χρησιμοποιούν ξένες πατέντες και εισαγόμενη τεχνολογία (και είναι οι περισσότερες).
2. Σε μια πραγματικότητα όπως η παραπάνω, το να θεωρούμε την εξαγορά ή τη "συγχώνευση" του ελληνικού κεφαλαίου με τους πολυεθνικούς κολοσσούς και τη συμμετοχή του "έστω από τη θέση του μικρού συνεταίρου" στη δυτικοευρωπαϊκή "ολοκλήρωση" απόδειξη του "ιμπεριαλισμού" του, θυμίζει το ανέκδοτο για το λαγό που έλεγε πως είχε... δείρει το λιοντάρι. Με γεγονότα σαν αυτά, εκείνο που αποδεικνύεται δεν είναι παρά η εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού.
3. Ας δούμε όμως και την περίφημη εξαγωγή κεφαλαίων που "ασφυκτιούν" στα στενά πλαίσια των "εθνικών συνόρων" και επεκτείνονται στα Βαλκάνια, στη Ρωσία, αλλά και στην ίδια την ΕΟΚ. Έτσι η εταιρία με τη μεγαλύτερη επένδυση στις βαλκανικές χώρες είναι η 3Ε, παράρτημα της Κόκα Κόλα στην περιοχή. Η Αθηναϊκή Ζυθοποιΐα που έρχεται δεύτερη ελέγχεται κατά πλειοψηφία από ολλανδικά κεφάλαια. Στη γαλακτοβιομηχανία ΔΕΛΤΑ που ακολουθεί υπάρχει ισχυρή συμμετοχή της γαλλικής DANONE. Σ' ό,τι αφορά τέλος τον Κόκκαλη και το Βαρδινογιάννη, η οικονομική τους εμβέλεια θα ήταν μηδαμινή χωρίς τη συμμετοχή της SIEMENS και της ERICCSON στον πρώτο, αμερικάνικων -πρόσφατα και σαουδαραβικών- κεφαλαίων στο δεύτερο.
Υπάρχουν βέβαια και αρκετές μικρότερες ελληνικές εταιρίες που κάνουν επενδύσεις στα Βαλκάνια για να εκμεταλλευτούν την κατεστραμμένη οικονομία και το φτηνό εργατικό δυναμικό σ' αυτές τις χώρες. Δεν μπορούμε ωστόσο να εκτιμήσουμε σωστά αυτό το γεγονός αν δεν δούμε ταυτόχρονα τη σχέση των ελληνικών εξαγωγών ως ποσοστό των εισαγωγών, οι οποίες από 51,1% που ήταν το 1987 έπεσαν στο 38,3% το 1993, πράγμα που δείχνει ότι ο "επεκτατισμός" του ελληνικού κεφαλαίου εκφράζει και την απώλεια της εσωτερικής αγοράς σε όφελος των ξένων μονοπωλίων.
4. Όμως ούτε και η ύπαρξη του ισχυρού κοσμοπολίτικου εφοπλιστικού κεφαλαίου με κέντρο το Σίτυ του Λονδίνου και τη Νέα Υόρκη, που λειτουργεί στην υπηρεσία των πολυεθνικών, μπορεί να αποδείξει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Ελλάδας. Όπως δεν μπορεί να τον αποδείξει, το αντίθετο μάλιστα, η συμμετοχή της χώρας στη δεύτερη ή τρίτη ταχύτητα της Ε.Ε., η πλήρης ευθυγράμμιση του "Προγράμματος Σύγκλισης" με τις εντολές του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου και του Μάαστριχτ, η ανάληψη όλων των μεγάλων έργων (μετρό, Σπάτα, Ρίο-Αντίρριο) από ευρωπαϊκές πολυεθνικές και ο περιορισμός των Ελλήνων σε ρόλο υπεργολάβου, η άνιση μεταχείριση των ελληνικών-μεσογειακών αγροτικών προϊόντων στα πλαίσια της ΚΑΠ κ.λπ.
5. Υπάρχει ακόμα το ζήτημα της πολιτικής συμπεριφοράς της ελληνικής αστικής τάξης προς τα έξω και προς τα μέσα. Όπως έχει δείξει και η ιστορία, οι Έλληνες αστοί γίνονται επιθετικοί όταν έχουν την ενθάρρυνση των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία, στη μικρασιατική εκστρατεία) ή όταν νομίζουν ότι μπορούν να επιβληθούν σ' ένα ασθενέστερο αντίπαλο (εμπάργκο στην ΠΓΔΜ), ενώ δεν χάνουν και την ευκαιρία να καταπιέσουν τις μειονότητες στο εσωτερικό (Σλαβομακεδόνες, Τούρκους, Πομάκους, τσιγγάνους).
Ωστόσο, παρά τους Βρακάδες, τις Επισκοπές, το πλοίο στον Περσικό και το τάγμα στη Βοσνία (όπως έχει παρατηρήσει κι ο Λένιν, οι ιμπεριαλιστές πάντα χρησιμοποιούσαν σαν κρέας για τα κανόνια τους "ιθαγενείς"), αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι η υποταγή της στις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, ακόμα κι όταν έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντά της (αναγνώριση διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας, προβλεπόμενη σύνθετη ονομασία για ΠΓΔΜ).
Από την άλλη πλευρά, απέναντι στην Τουρκία, αυτό που χαρακτηρίζει τις ελληνικές αστικές κυβερνήσεις είναι η ουσιαστική αποδοχή της διχοτόμησης της Κύπρου, η αναστολή του δικαιώματος για τα 12 μίλια (με τον όρο της "αβλαβούς διέλευσης" για παράκτιες χώρες), η παραίτηση από γεωτρήσεις ακόμα και μέσα στα σημερινά χωρικά ύδατα, η συγκάλυψη της ανατροπής της ελληνικής κυριαρχίας και της εφαρμογής της πολιτικής της "γκρίζας ζώνης" όχι μόνο στα Ίμια αλλά και σ' άλλες περιοχές του Αιγαίου μετά την πρόσφατη κρίση. Αιτία για όλ' αυτά , εκτός από την οικονομική, και η ολοκληρωτική στρατιωτική εξάρτηση από το ΝΑΤΟ και τον ιμπεριαλισμό.
Τέλος, σ' ό,τι αφορά το χαρακτήρα και τη σταθερότητα του "αστικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος" (δεν έχουμε περιθώρια να αναλύσουμε τώρα την παραδοσιακή θεσμική του εξάρτηση), παραπέμπουμε στην εγκυρότερη εφημερίδα της ελληνικής ολιγαρχίας, το Βήμα της 18 και της 25 του Ιούνη του 1995, που χαρακτήριζε συνολικά το πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης σύμφωνα με τον εξωτερικό του προσανατολισμό και ανεξάρτητα από την εγχώρια κομματική του ένταξη ως "Το κόμμα των Αμερικανών" και "Το Κόμμα των Ευρωπαίων" - με όλες τις συνακόλουθες και εξοντωτικές διαμάχες που σφράγισαν και σφραγίζουν και τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα μετά την κρίση στα Ίμια.
Όλ' αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι η ελληνική αστική τάξη δεν έχει καμιά αυτονομία. Αντίθετα η ίδια η εξάρτηση είναι επιλογή της. Γιατί μόνο έτσι μπορεί στις δοσμένες συνθήκες να επιβιώνει, να αντλεί τεράστια κέρδη από την υπερεκμετάλλευση του ελληνικού λαού, να επιδιώκει την αναβάθμιση της θέσης της στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή. Από αυτή την οπτική είναι δυνατή και η επαναστατική ταξική της αντιμετώπιση. Μια αντιμετώπιση που, αποκαλύπτοντας την κρίση και τη σαθρότητα του αστικού καθεστώτος, καλεί την εργατική τάξη να αναλάβει αυτή την πρωτοβουλία, να ενώσει γύρω της τη μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών μαζών και να αναζητήσει την επαναστατική διέξοδο στα εκρηκτικά προβλήματα της κοινωνίας. Αντίθετα, η άποψη που διογκώνει την ισχύ και τις δυνατότητες της αστικής τάξης είναι αυτή που οδηγεί στην ενσωμάτωση και υποταγή από τη μια, στο περιθώριο από την άλλη.
H TOYΡΚΙΑ ΣΗΜΕΡΑ
Για να εκτιμήσουμε την ελληνοτουρκική κρίση, πρέπει ωστόσο να εξετάσουμε και την άλλη πλευρά. Η Τουρκία, λοιπόν, χαρακτηρίζεται κι αυτή, κατά τη γνώμη μας, από ψηλό βαθμό εξάρτησης, είναι πιο καθυστερημένη οικονομικά από την Ελλάδα και διακρίνεται από έντονη εσωτερική κοινωνική πόλωση. Στις ιδιομορφίες της ανήκουν τα ισχυρά φεουδαρχικά υπολείμματα που διατηρεί, καθώς και το γεγονός ότι ο στρατός εκεί δεν αποτελεί μόνο τον σκληρό πυρήνα της κρατικής μηχανής, αλλά και κυρίαρχη τάξη που μέσω του "Μετοχικού Ταμείου Στρατού" ελέγχει την πλειοψηφία των μετοχών στις υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες και βιομηχανίες. Το καθεστώς της είναι ρατσιστικό και φασιστικό (με κοινοβουλευτικό μανδύα, με χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους, βασανιστήρια και πολιτικές δολοφονίες), σύμφωνα με την εκτίμηση όλων των οργανώσεων της αριστεράς που βρίσκονται υπό απαγόρευση. Παρά τον πολυεθνικό του χαρακτήρα, το τουρκικό κράτος αρνείται την ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης εθνότητας εκτός από την τουρκική. Έχει προχωρήσει στην εξόντωση των αλλοεθνών που αρνούνταν την αφομοίωση και σήμερα ασκεί γενοκτονία ενάντια στους Κούρδους. Εφαρμόζει την πολιτική των προσαρτήσεων από την Αλεξανδρέττα μέχρι τη Βόρεια Κύπρο, με τις αλλεπάλληλες εισβολές στο Βόρειο Ιράκ και τις βλέψεις στα πετρέλαια της Μοσούλης, με τα επεκτατικά της σχέδια στο Αιγαίο, τη Θράκη και τα Βαλκάνια. Σήμερα, με την αμφισβήτηση της συμφωνίας των Παρισίων του 1947, βάζει υπό αίρεση το σύνολο των συνοριακών διακανονισμών στην περιοχή
Η ιδιαίτερη στρατηγική σημασία της οφείλεται στη γεωγραφική της θέση, που την κάνει ι έναν από τους αναγκαίους "φραγμούς" , όπως είπε κι ο Κίσινγκερ, κοντά στα σύνορα της Ρωσίας και στη γειτονιά της μεσανατολικής κρίσης. Διαθέτει μια μεγάλη αγορά με 65 εκατομμύρια κατοίκους και τον δεύτερο σε όγκο στρατό μετά τις ΗΠΑ στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Δεν είναι μόνο οικονομικό προγεφύρωμα, αλλά και εργαλείο της Νέας Τάξης για στρατιωτικού τύπου λύσεις στα προβλήματα της περιοχής. Γι' αυτό οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. την ενθαρρύνουν ή την ανέχονται και προσπαθούν να διεισδύσουν σ' αυτήν.
Η ΣΤΑΣΗ ΜΑΣ Σ' ΕΝΑΝ ΠΙΘΑΝΟ ΠΟΛΕΜΟ
Στη βάση όσων εκθέσαμε, τα καθήκοντα των κομμουνιστών απέναντι στο ενδεχόμενο ενός γενικότερου πολέμου, που δεν μπορεί να γίνει ανάμεσα σε δυο εξαρτημένες χώρες παρά μόνο με την ενθάρρυνση και ανοχή των ιμπεριαλιστών, είναι:
- Να δυναμώσουν το αντιιμπεριαλιστικό, αντιεθνικιστικό, αντιπολεμικό μέτωπο με στόχο την αποτροπή του πολέμου.
- Στην Κύπρο, στη Θράκη, στο Αιγαίο και στα νησιά, να αγωνιστούν για την απόκρουση του επεκτατισμού της Τουρκίας και για την ήττα της Ν. Τάξης και της τουρκικής στρατοκρατίας αν επιχειρήσουν τον πόλεμο. Αυτή είναι και η μόνη διεθνιστική στάση απέναντι στους λαούς της Τουρκίας και τον κουρδικό λαό.
- Να επαγρυπνούν και να αντιταχτούν με όλα τα μέσα σε μια παραπέρα αντιδραστική στροφή σε περίπτωση ελληνικής ήττας (ο Γκλύξμπουργκ και οι φασίστες καιροφυλακτούν), αλλά και σε κάθε εκδήλωση επεκτατισμού της ελληνικής αστικής τάξης, ιδίως όταν αυτή, στην περίπτωση εθνικής κρίσης στη γειτονική χώρα, θα επιχειρήσει να αναδειχτεί σε χωροφύλακα στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστών.
- Να απαιτήσουν την απομάκρυνση του ΝΑΤΟ και των βάσεων, την επιστροφή των εκστρατευτικών σωμάτων από τη Βοσνία.
- Να απαιτήσουν την άμεση αναγνώριση της ΠΓΔΜ. Να παλέψουν ενάντια στην καταπίεση των μειονοτήτων.
- Να εντείνουν τον αγώνα τους ενάντια στην εκμετάλλευση των μαζών από την αστική τάξη και τις πολυεθνικές.
- Να δυναμώσουν το επαναστατικό κίνημα, να μπουν επικεφαλής του αγώνα για ειρήνη, ανεξαρτησία, δημοκρατία και σοσιαλισμό
n Το άρθρο αυτό γράφτηκε την εποχή της ελληνοτουρκικής κρίσης στα ΄Ιμια (1996), δημοσιεύτηκε συντομευμένο στις εφημερίδες «Πριν» και «Προλεταριακή Σημαία» και διατυπώνει εν συντομία τις θέσεις του Ε.Κ.Κ.Ε. για τα εθνικά θέματα.