Αγώνες, κρίση και προοπτική στα πέτρινα χρόνια
Ξεκινώντας να πούμε ότι η αναγκαιότητα για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος σε επαναστατική κατεύθυνση δεν εμφανίστηκε σήμερα. Υπάρχει ως ανάγκη ήδη από τις μέρες της διάσπασης και διάλυσης των επαναστατικών κινημάτων στην ΕΣΣΔ, την Ελλάδα και όλο τον κόσμο.
Σταθμοί σ’ αυτή τη πορεία για τη συσπείρωση του πόλου της επαναστατικής αριστεράς στα χρόνια μας, αποτελούν τόσο οι παρεμβάσεις/συσπειρώσεις στους χώρους δουλειάς, τα ΕΑΑΚ στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, οι δημοτικές κινήσεις πόλης, όσο -και περισσότερο- η ίδρυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του πιο ελπιδοφόρου εγχειρήματος της αριστεράς μας, παρά τις όποιες αδυναμίες της. Σήμερα όμως η αναγκαιότητα για την ανασυγκρότηση του σύγχρονου επαναστατικού κινήματος βρίσκεται σε αναντιστοιχία από τις απαιτήσεις των καιρών και των αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας της χώρας μας.
Ειδικά στην Ελλάδα της κρίσης, με τις μεγάλες επαναστατικές παραδόσεις που δεν έχουν πάψει να εμπνέουν χιλιάδες αγωνιστών, λείπει η προσπάθεια για ξεπέρασμα του κατακερματισμού και της πολυδιάσπασης. Επιπλέον, υπάρχει χρόνια απουσία επίμονων και συστηματικών προσπαθειών για πολιτική προσέγγισης και ενοποίηση, έλλειψη κριτικής κι αυτοκριτικής αλλά και ψύχραιμης και επιστημονικής εξέτασης των σωστών και των λαθών του κινήματός μας, ώστε μαζί με τα απόνερα να μην πετάξουμε και το μωρό.
Για την επαναστατική ενοποίηση του κινήματός μας θα χρειαστούν οι επίμονες, ανιδιοτελείς, κριτικές και αυτοκριτικές προσπάθειες όλων.
Παρότι η αναζήτηση των αιτιών και των λαθών της ήττας και της διάσπασης δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα των διεργασιών της μιας ή της άλλης οργάνωσης, αλλά συλλογική δουλειά του κομμουνιστικού μας κινήματος, ωστόσο ένα πράγμα είναι για εμάς ξεκάθαρο: Η ίδια η πολυδιάσπαση δεν είναι κάτι τυχαίο κι ακόμα περισσότερο δεν είναι κάτι «φυσιολογικό». Έχει την αφετηρία της στην προδοτική επικράτηση στην ηγεσία των κομμουνιστικών κομμάτων της αναθεωρητικής έναντι της επαναστατικής γραμμής, όπως ελπίζουμε να κάνουμε πιο γλαφυρά κατανοητό στη συνέχεια
Λίγο πιο συγκεκριμένα:
Μετά την ήττα και την υποχώρηση των μαχητών και μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού στις Λαϊκές Δημοκρατίες, τέλη Αυγούστου του 1949, μια νέα δύσκολη, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, περίοδος αρχίζει και για τους ίδιους στις χώρες υποδοχής τους αλλά και για τα εναπομείναντα μέλη και συμπαθούντες του ΚΚΕ, σε συνθήκες παρανομίας, στην Ελλάδα.
Όσον αφορά τους πολιτικούς πρόσφυγες, ο κύριος όγκος τους που διέφυγε προς την Αλβανία, σταδιακά εγκαταστάθηκε στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν. Οι υπόλοιποι μοιράστηκαν και τακτοποιήθηκαν σιγά σιγά στις υπόλοιπες Λαϊκές Δημοκρατίες. Το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ συγκλήθηκε άμεσα και έκανε τις εκτιμήσεις του για τις αιτίες της ήττας στον εμφύλιο, επεξεργάστηκε την καινούργια γραμμή και τις μορφές πάλης στις νέες συνθήκες για το νέο κύκλο αγώνων. Συνοπτικά απέδωσε την ήττα στη μη λύση του προβλήματος των εφεδρειών, στη μη λύση του προβλήματος του ανεφοδιασμού των τμημάτων της Νότιας Ελλάδας, που ήταν λόγοι οργανωτικοί και εσωτερικοί, καθώς και στην προδοσία του Τίτο και στην τεράστια ενίσχυση της ντόπιας αντίδρασης από τους Αγγλοαμερικάνους, που ήταν λόγοι εξωτερικοί. Για το τι έπρεπε να γίνει από εκεί και πέρα, το ΠΓ αποφάσισε το βάρος του αγώνα να δοθεί στην ανάπτυξη των οικονομικών και πολιτικών διεκδικήσεων του λαού, στον αγώνα για την υπεράσπιση της ειρήνης και στη χρησιμοποίηση όλων των μορφών πάλης, νόμιμων και παράνομων. Ακόμη αποφάσισε να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στην επιλογή στελεχών που θα στέλνονταν στην Ελλάδα για την ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων. Λίγες μέρες αργότερα, σε συνάντηση του Ζαχαριάδη με τον Στάλιν και άλλα μέλη του ΠΓ του ΚΚΣΕ, συντάχθηκε κείμενο που υπόγραψε και ο ίδιος ο Στάλιν και το οποίο επιβεβαιώνει τη συμφωνία του με τις παραπάνω εκτιμήσεις, συμφωνώντας και με τα καθήκοντα της περιόδου. Στη συνέχεια η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, τον Οκτώβρη του ’49, επικύρωσε την απόφαση του ΠΓ, κάνοντας παράλληλα μια συνολική εκτίμηση της δράσης του κόμματος την τελευταία δεκαετία.
Με την εγκατάσταση των προσφύγων στην Τασκένδη υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια στους κόλπους τους από το στρατιωτικό τρόπο ζωής και τα αυστηρά μέτρα πειθαρχίας που εφάρμοζαν οι τοπικές αρχές απέναντί τους , με αφορμή μεμονωμένα κρούσματα παραβατικότητας εκ μέρους τους. Σε διαμαρτυρίες μάλιστα εκπροσώπων τους προς τις σοβιετικές αρχές, ο Μήτσος Παρτσαλίδης ενοχλήθηκε ιδιαίτερα από τους διαμαρτυρόμενους συντρόφους του λέγοντας πως: «Ο Έλληνας στρατηγός πρέπει να στέκεται προσοχή στον τελευταίο Ρώσο στρατιώτη». Στη βάση τέτοιων διενέξεων βασίστηκε σ’ ένα βαθμό αργότερα η κατηγορία προς την ηγεσία του ΚΚΕ για «αντισοβιετισμό». Σταδιακά πάντως αυτά τα προβλήματα διαβίωσης διευθετήθηκαν.
Στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ, το Μάη του 1950, συνεχίστηκε η συζήτηση για την αποτίμηση της δράσης του ΚΚΕ από το 1941 μέχρι το 1945, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ήταν βασικά λαθεμένη η πολιτική και οργανωτική γραμμή του κόμματος την περίοδο αυτή.
Ήδη από τότε είχαν αρχίσει οι έντονες διαφωνίες με τις εκτιμήσεις του κόμματος. Είχε προηγηθεί ο Μάρκος Βαφειάδης το 1948, ο οποίος μάλιστα χαρακτήρισε τον Ζαχαριάδη «χαφιέ», και ακολούθησε το 1950 ο Μήτσος Παρτσαλίδης.
Στην 3η συνδιάσκεψη, τον Οκτώβρη του 1950, αποφασίστηκε μεταξύ άλλων να γίνει σοβαρή δουλειά με προκηρύξεις στο λαό και στο στρατό για μη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στην Κορέα.
Το Δεκέμβρη του 1950 η Ασφάλεια συνέλαβε τον Νίκο Μπελογιάννη, που είχε σταλεί από το Μάη της ίδιας χρονιάς για να οργανώσει την πολιτική δράση του ΚΚΕ στην Ελλάδα. Παρά την επιμονή του ΚΚΕ, ο τότε υπεύθυνος του κόμματος στην Αθήνα Νίκος Πλουμπίδης αρνήθηκε να τον βάλει υποψήφιο στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1951, στις οποίες σχεδόν σίγουρα θα εκλεγόταν βουλευτής και πιθανά θα είχε αποφευχθεί η εκτέλεσή του. Στις 30 Μάρτη του 1952 ο Νίκος Μπελογιάννης έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος στο Γουδί… Εδώ να σημειώσουμε ότι το διορισμένο Γραφείο Παρτσαλίδη, Κολιγιάννη και Σία, μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη το 1956, έλεγε στους «ζαχαριαδικούς» ότι «ηρωοποιήσατε τον Μπελογιάννη χωρίς να το αξίζει»!
Στο μεταξύ, από τον Ιούλη του 1951, είχε ιδρυθεί η ΕΔΑ, σε μια περίοδο έντονων αγώνων με απεργίες, μαζικές διαδηλώσεις κ.λπ. και στην προσπάθεια του ΚΚΕ για μετωπική δράση και συσπείρωση γύρω από ζητήματα δημοκρατίας, ειρήνης, αλλά και οικονομικά. Αυτή ήταν μια σωστή απόφαση που απαντούσε στον κίνδυνο σεχταρισμού του ΚΚΕ από το λαό μετά την ήττα του και το διωγμό του. Πράγματι, όπως αποδείχτηκε, ο κίνδυνος αυτός αποφεύχθηκε όταν εφτά χρόνια αργότερα η ΕΔΑ κατακτούσε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και εξέλεγε 79 βουλευτές στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Η 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, τον Οκτώβρη του 1951, διαπιστώνοντας την οργανωτική καθυστέρηση στην ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων, έβαλε επιτακτικό καθήκον τη δημιουργία οργανώσεων πάνω στις αρχές της συνωμοτικότητας και της επαναστατικής επαγρύπνησης.
Η δουλειά στην Ελλάδα από το 1952 και μετά σημείωσε αλματώδη πρόοδο. Ξαναστήθηκε η ΕΠΟΝ με πανελλαδική κατεύθυνση, δημιουργήθηκε οργάνωση γυναικών, πέρα από τη νόμιμη Αυγή εκδιδόταν και ο παράνομος Ριζοσπάστης. Σταμάτησε η ΕΔΑ να λειτουργεί μόνο ως εκλογικός μηχανισμός και δημιουργήθηκαν πολιτικές οργανώσεις της σε πόλεις, συνοικίες και χωριά. Στήθηκε συνδικαλιστικό γραφείο και δημιουργήθηκε η Προοδευτική Συνδικαλιστική Παράταξη, που συνέβαλε καθοριστικά στην προσπάθεια δημιουργίας ανεξάρτητου από τους εργατοπατέρες συνδικαλισμού.
Το Δεκέμβρη του 1953 συγκλήθηκε η 4η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Σ’ αυτήν επιβεβαιώθηκε ο λαϊκοδημοκρατικός-σοσιαλιστικός χαρακτήρας της επανάστασης στην Ελλάδα.
Το καλοκαίρι του 1954 η Ασφάλεια επέφερε σημαντικό χτύπημα στις οργανώσεις Αθήνας-Πειραιά του ΚΚΕ. Υπεύθυνος του παράνομου μηχανισμού από τον Απρίλη του 1954 ήταν ο Κώστας Κολιγιάννης. Οι πληγές αυτές, με την αλλαγή καθοδήγησης, σταδιακά μέχρι το τέλος του 1955 επουλώθηκαν. Μέχρι το Μάη του 1956 το ΚΚΕ είχε 11.500 μέλη, νόμιμα και παράνομα. Σίγουρα υπήρχαν μεγάλες δυσκολίες αρκετές από τις οποίες προέρχονταν από εξωτερικούς παράγοντες. Μια από αυτές ήταν το κλείσιμο από τους Σοβιετικούς του ραδιοφωνικού σταθμού της «Ελεύθερης Ελλάδας», με το πρόσχημα ότι δεν έπρεπε να διαταραχθούν οι ελληνοσοβιετικές σχέσεις. Μερικούς μήνες αργότερα όμως, μετά τη βίαιη ανατροπή της καθοδήγησης Ζαχαριάδη, τον ξανάνοιξαν, χωρίς να υπολογίσουν την υποτιθέμενη διατάραξη των σχέσεων αυτών.
Όλο αυτό το διάστημα είχε αρχίσει και δυνάμωνε η υπονομευτική και διαβρωτική δουλειά μιας μικρής μειονότητας μελών και στελεχών του ΚΚΕ, υποκινούμενων από κάποιους Σοβιετικούς (κυρίων στελέχη του ΚΚ Ουζμπεκιστάν), ενάντια στην καθοδήγηση του κόμματος. Αυτό γινόταν μέσω συστηματικής συκοφαντικής εκστρατείας και ψεύτικων κατασκευασμένων κατηγοριών. Το Σεπτέμβρη του 1955 μάλιστα, η ομάδα αυτή έφτασε στο σημείο να επιτεθεί με μαχαίρια για να καταλάβει τα τοπικά γραφεία του κόμματος, επίθεση που αποκρούστηκε από την πλειονότητα των μελών του. Για τα συμβάντα αυτά οι σοβιετικές αρχές, αντί να συλλάβουν αυτούς που έκαναν την επίθεση, συνέλαβαν όσους υπερασπίστηκαν τα γραφεία και τους καταδίκασαν σε τρία χρόνια καταναγκαστικά έργα!
Στη συνέχεια, με πρωτοβουλία του ΚΚΣΕ, συγκροτήθηκε επιτροπή από έξι κομμουνιστικά κόμματα, η οποία πραγματοποίησε βίαιη παρέμβαση στα εσωτερικά ενός άλλου κόμματος, αναλαμβάνοντας προσωρινά την ηγεσία του ΚΚΕ και συγκαλώντας την περίφημη 6η Πλατιά Ολομέλεια, το Μάρτη του 1956. Μια αχαρακτήριστη ενέργεια, έξω από κάθε έννοια προλεταριακού διεθνισμού, η οποία επιπλέον εκμεταλλευόταν τη δύσκολη και ευάλωτη κατάσταση των μελών του ΚΚΕ που βρίσκονταν στη προσφυγιά, παρά τα μεγάλα λόγια του Χρουστσόφ για αδελφικές, ισότιμες σχέσεις μεταξύ των ΚΚ και για σοσιαλιστική νομιμότητα. Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί η πράξη της σοβιετικής ηγεσίας που καλεί στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη ως αντιπρόσωπο του κόμματος, τον συλλαμβάνει και τον θέτει υπό περιορισμό και στη συνέχεια τον στέλνει στην εξορία και στην απομόνωση, μέχρι την τελική εξόντωσή του το 1973, στο Σουργκούτ της Σιβηρίας.
Στη διάρκεια της λεγόμενης 6ης Ολομέλειας απαγγέλθηκαν μια σειρά από ανυπόστατες, κακοφτιαγμένες και συκοφαντικές κατηγορίες, κατευθυνόμενες από τους Σοβιετικούς, κατά του Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος πραξικοπηματικά καθαιρέθηκε από γραμματέας και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος επειδή πραγματικά ποθούσε και έκανε προσπάθειες να τοποθετηθούν οι σχέσεις των αδελφών κομμάτων σε ισότιμη βάση. Στη συνέχεια ακολούθησε η διαγραφή χιλιάδων προσφύγων, πιστών στην καθαιρεμένη ηγεσία. Συγκεκριμένα, οι 1.500 διέγραψαν κοντά στα 10.000 μέλη από τις οργανώσεις Τασκένδης και Τσεχοσλοβακίας. Στις υπόλοιπες Λαϊκές Δημοκρατίες οι Έλληνες πρόσφυγες γλίτωσαν τη διαγραφή επειδή είχαν γίνει μέλη των κομμάτων των χωρών διαμονής τους. Ακολούθησε πογκρόμ των διαγραμμένων προσφύγων, με απολύσεις από τις δουλειές τους και «μετατάξεις» τους στη Σιβηρία. Κάποιοι απ’ αυτούς αργότερα έκαναν προσπάθειες για μετεγκατάστασή τους στην Κίνα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια είχαμε τη διάλυση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ στην Ελλάδα.
Πέρα από το οργανωτικό πραξικόπημα, μετά το 1956 ανατράπηκε και η πολιτική φυσιογνωμία της μειονότητας που συνέχισε να χρησιμοποιεί τον τίτλο του κόμματος, σύμφωνα και με τις αντεπαναστατικές αλλαγές που έφερε ο Χρουστσόφ και το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με τη γραμμή της ειρηνικής συνύπαρξης και άμιλλας με τον ιμπεριαλισμό και το ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό στις καπιταλιστικές χώρες.
Hβίαιη αλλαγή ηγεσίας δεν σημειώθηκε αποκλειστικά στο ΚΚΕ και άρα ούτε τυχαία ήταν, ούτε προσωπική υπόθεση εναντίον του «προδότη» Ν. Ζαχαριάδη. Αντίθετα, αλλαγή ηγεσίας έγινε στο σύνολο του ανατολικού μπλοκ, στην ίδια την ΕΣΣΔ, στην Τσεχοσλοβακία, στην Ουγγαρία, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στην Πολωνία, στην Ανατολική Γερμανία. Αυτή η αλλαγή ηγεσίας σηματοδότησε και ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την πολιτική αλλαγή πλεύσης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος που πια, με τις αποφάσεις του 22ου Συνεδρίου, μετέτρεψε το μπολσεβίκικο κόμμα της εργατικής τάξης σε «κόμμα όλου του λαού» και το εργατικό κράτος σε «κράτος όλου του λαού», που κήρυξε την «ειρηνική συνύπαρξη» των τάξεων και αντικατέστησε τη μαρξιστική-λενινιστική θέση της επαναστατικής ένοπλης εξέγερσης των λαών για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος με τη θεωρία του ειρηνικού περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Με βάση τις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, τις μεθοδεύσεις, τις «μυστικές εκθέσεις» και σχεδόν χωρίς να υπεισέλθουμε σε υποκειμενικές εκτιμήσεις, μπαίνει το εξής ερώτημα: Είναι ή δεν είναι η ταφόπλακα του κομμουνιστικού κινήματος αυτές οι αποφάσεις, αυτές οι κατευθύνσεις, παρά τα λάθη που είχαν γίνει ήδη μέχρι τότε; Για εμάς η απάντηση είναι καταφατική. Αν ήταν εδώ οι σύντροφοί μας που συμμετείχαν στα γεγονότα αυτά και που πριν από αυτά ξόδευαν τη ζωή τους για την εθνική και ταξική απελευθέρωση της πατρίδας τους, δεν θα μιλούσαν για το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, αλλά για το ρεβιζιονιστικό συνέδριο του ΚΚΣΕ και την οπορτουνιστική 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Ήδη επί Στάλιν είχε αρχίσει η ρητορική περί τέλους της πάλης των τάξεων κ.λπ., όμως με το 20ό Συνέδριο πάρθηκαν πλέον αποφάσεις που άλλαζαν συνολικά την κατεύθυνση. Αυτό ξεκίνησε μέσω της επίθεσης στο πρόσωπο του Στάλιν, με τη λεγόμενη «προσωπολατρία», όταν αυτός ήταν πια νεκρός και δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τη μέχρι τότε πορεία της ΕΣΣΔ και να αντιπαλέψει την επερχόμενη «αποσταλινοποίηση». Αλλά βέβαια όλο αυτό δεν έγινε για να πληγεί ο ίδιος ο Στάλιν, αλλά η μέχρι τότε πορεία της ΕΣΣΔ, όπως αποδείχτηκε πολύ σύντομα τόσο στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ όσο και γενικότερα στη μετέπειτα δεξιά πορεία που ακολουθήθηκε με την καπιταλιστική παλινόρθωση στη χώρα. Από εκεί ξεκινά η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Το 1956, λοιπόν, δεν είναι μια ακόμα ημερομηνία. Είναι μια ημερομηνία κατά την οποία κόσμος σκοτώθηκε από τις εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν σε μια σειρά πόλεις και περιοχές της ΕΣΣΔ ενάντια στην αλλαγή πλεύσης του κόμματος. Σίγουρα δεν είναι άλλη μια ημερομηνία που βάζουμε για να «ανακαλύψουμε» ξανά αυτά που μας χωρίζουν και στη βάση των οποίων ορίστηκαν ως ένα βαθμό οι πολιτικές μας ταυτότητες. Ίσα-ίσα, τώρα που έχουμε μια απόσταση ασφαλείας από τα γεγονότα εκείνα που πλήγωσαν τον κόσμο μας, τον κόσμο της αριστεράς, είναι ευκαιρία να δούμε τα γεγονότα αυτά γόνιμα, όχι με πικρία και εν θερμώ, αλλά έτσι ώστε να τα αποτιμήσουμε για να διδαχτούμε, για να μην τα επαναλάβουμε.
Μια μικρή σύνοψη της περιόδου 1949-΄56
Εδώ πρέπει να πούμε ότι η πορεία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος ήταν ανάλογη με αυτήν του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50, παρά τις όποιες αδυναμίες και τα λάθη του, η πορεία του κινήματος χαρακτηρίστηκε από μεγάλους επαναστατικούς αγώνες και ήταν γενικά ανοδική. Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε με την πραξικοπηματική επιβολή του ρεβιζιονιστικού πλέον ΚΚΣΕ, τη συκοφαντική δυσφήμιση και τη βίαιη καθαίρεση της νόμιμης ηγεσίας του, την πολυδιάσπαση και την κρίση που έφερε μαζί της η ανατροπή της γενικής επαναστατικής του κατεύθυνσης.
Η ανατροπή της επαναστατικής φυσιογνωμίας, ο εκφυλισμός και τα διαλυτικά φαινόμενα που επιβλήθηκαν στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 δεν ήταν αποτέλεσμα εσωτερικών διεργασιών και μιας κρίσης με αφετηρία εσωτερικές αντιθέσεις και προβλήματα. Αντίθετα, μέχρι την περίοδο αυτή, το ΚΚΕ, παρόλο που συνέχιζε στο εσωτερικό του την πάλη με τον οπορτουνισμό, είχε σε μεγάλο βαθμό επουλώσει τις πληγές του από την ήττα και την υποχώρηση του ’49, είχε κατακτήσει μια αναμφισβήτητη ηγεμονική θέση μέσα στο λαϊκό κίνημα, βρισκόταν επικεφαλής ενός πλατιού και ρωμαλέου αντιαμερικάνικου και αντιιμπεριαλιστικού, επαναστατικού και δημοκρατικού κινήματος.
1958-’67 και η ανάπτυξη του μ-λ ρεύματος
Γυρνώντας ξανά στα γεγονότα, στην 8η Ολομέλεια του 1958 η ομάδα Κολιγιάννη-Παρτσαλίδη-Βαφειάδη, που έκανε το πραξικόπημα, διασπάστηκε, καθαιρώντας τον τελευταίο.
Στο 8ο Συνέδριο του 1961, στη θέση της λαϊκοδημοκρατικής-σοσιαλιστικής επανάστασης μπήκε το πρόγραμμα της «Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής», σε συνεργασία με την υποτιθέμενη «εθνική αστική τάξη» της χώρας, που «έδειχνε τάσεις αντίστασης στην ξενική εξάρτηση», η οποία δήθεν θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την αντιμονοπωλιακή-αντιιμπεριαλιστική επανάσταση. Η «εθνική αυτή τάξη» και η δήθεν αντίστασή της επινοήθηκαν χωρίς καμιά επιστημονική ανάλυση. Αυτό στην πράξη σήμαινε ειρηνική μετεξέλιξη μέσω της εκλογικής ενίσχυσης της αριστεράς και των συμμάχων της και ευθυγράμμιση με την πολιτική της Ένωσης Κέντρου. Αποτέλεσμα αυτής της γραμμής ήταν, πέρα από τη σημαντική κάμψη των αγώνων, και η συρρίκνωση των εκλογικών ποσοστών της ΕΔΑ από το 24,42 % το 1958 στο μισό, 11,8 % το 1964. Επίσης άφησε ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά ανέτοιμο το λαϊκό κίνημα απέναντι στο φασιστικό πραξικόπημα της 21ης Απρίλη του 1967, που ερχόταν.
Η πολυδιάσπαση και η βαθιά καταλυτική κρίση του αριστερού και κομμουνιστικού μας κινήματος, η συστηματική υπονόμευση του αυτόνομου και επαναστατικού αντιφασιστικού κινήματος στα χρόνια της φασιστικής δικτατορίας, στο όνομα της συμμαχίας με την αστική αντιπολίτευση, η δήλωση νομιμοφροσύνης του Ν. 59 στα χρόνια της μεταπολίτευσης, η ολόπλευρη υποταγή στο ΚΚΣΕ, η καταδίκη της λαϊκής εξέγερσης του Πολυτεχνείου, που χαρακτηρίστηκε «προβοκάτσια» από την εγκάθετη ηγεσία του «ΚΚΕ», όπως θα δούμε αργότερα, όλ’ αυτά ήταν συνέπεια και συνέχεια της αντεπαναστατικής στροφής του 1956. Αποκορύφωμα φυσικά αυτής της πορείας ήταν η ανοιχτή σύμπραξη στην κυβέρνηση Τζανετάκη και την οικουμενική.
Αργότερα, το 1968, μετά το φασιστικό πραξικόπημα, διασπάστηκε και η ομάδα Κολιγιάννη με την ομάδα Παρτσαλίδη. Η μεν πρώτη διατήρησε το ιστορικό όνομα του ΚΚΕ, η οποία έμεινε ως η ορθόδοξη εκδοχή του ΚΚΕ που γνωρίζουμε και σήμερα και χαρακτηριζόταν από την προσκόλληση στο ρεβιζιονιστικό –κατά τη γνώμη μας- Κρεμλίνο. Η δε δεύτερη δημιούργησε το ΚΚΕ Εσωτερικού, που ανήκε θεωρητικά στον ευρωκομμουνισμό. Είναι η χρονιά του γαλλικού Μάη.
Στη διεθνή λαίλαπα του ρεβιζιονισμού, στην αντεπαναστατική, πραξικοπηματική επέμβαση στα εσωτερικά του κόμματός τους αντιτάχθηκαν από την πρώτη στιγμή χιλιάδες μέλη και στελέχη του παλιού ΚΚΕ. Στην προσφυγιά, στις εξορίες, στις φυλακές, στην παρανομία, είναι αμέτρητες οι μαρτυρίες για την ηρωική αντίσταση που αντέταξαν στη διάβρωση, τη διάλυση και τον εκφυλισμό του κινήματός τους. Πολλοί καινούργιοι αγωνιστές ακολούθησαν το παράδειγμά τους.
Αρκετοί απ’ αυτούς επηρεάστηκαν από τις θέσεις και την πρακτική του ΚΚ Κίνας και του Μάο Τσετούνγκ και τάχθηκαν στο πλευρό τους στη διάσπαση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, τη δεκαετία του ’60.
Από το 1956 είχε δημιουργηθεί η Ένωση φίλων νέας Κίνας, που στηρίχτηκε στην πορεία και από τους κομμουνιστές που τάχθηκαν με το μέρος της Κίνας στη διαμάχη με την ΕΣΣΔ. Ακόμα, στην Ελλάδα, το 1963, σχηματίστηκε η αντιιμπεριαλιστική αντιαποικιακή κίνηση Φίλοι Νέων Χωρών, από τον ιστορικό Νίκο Ψυρούκη. Την ίδια χρονιά συστάθηκε ο εκδοτικός οργανισμός Ιστορικές Εκδόσεις, που εξέδιδε κυρίως κείμενα του Μάο Τσετούνγκ και άλλα μαρξιστικά-λενινιστικά έργα. Τον επόμενο χρόνο συγκροτήθηκε από κομμουνιστές κρατούμενους του Άη Στράτη, όπως και από στελέχη της ΕΔΑ και νεολαίους που αντιδρούσαν στη ρεβιζιονιστική στροφή του ΚΚΣΕ και στην πραξικοπηματική «6η Ολομέλεια» της ΚΕ του ΚΚΕ του 1956, ομάδα που από τον Οκτώβρη του 1964 εξέδιδε το περιοδικό Αναγέννηση. Στην πορεία, οι φοιτητές που συσπειρώνονταν γύρω τους ίδρυσαν την Προοδευτική Πανσπουδαστική Συνδικαλιστική Παράταξη, η οποία εξέδιδε το περιοδικό Σπουδαστικός Κόσμος. Ας σημειωθεί ότι ο Σπουδαστικός Κόσμος ήταν έκδοση από το 1963 της σπουδάζουσας της νεολαίας Λαμπράκη, της οποίας η πλειοψηφία της Συντονιστικής Επιτροπής προσχώρησε το 1965 στο μ-λ ρεύμα. Στη συνέχεια, το 1967, σχηματίστηκε η Οργάνωση Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας, που εξέδιδε την εφημερίδα Λαϊκός Δρόμος.
Όπως αναφέραμε και παραπάνω, η μεγάλη πλειονότητα των πολιτικών προσφύγων διαφώνησε με την «6η Ολομέλεια» και διαγράφηκε μαζικά από τους εγκάθετους στην ΚΕ του «ΚΚΕ». Ένα σημαντικό κομμάτι τους ασκούσε κριτική στη δεξιά πολιτική του, αποφεύγοντας την ξεχωριστή οργανωτική συγκρότηση. Ένα άλλο τμήμα τους από την Τασκένδη, αλλά και τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης όπου διέμεναν, συγκρότησε το 1963 το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (μαρξιστικό-λενινιστικό). Η οργάνωση αυτή, ενώ συντασσόταν πολιτικοϊδεολογικά με το ΚΚ Κίνας και το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας, κρατούσε αποστάσεις από τον εξόριστο στη Σιβηρία Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη.
Η συμβολή του Μάο Τσετούνγκ και του ΚΚ Κίνας: Συνέχεια και τομή στο λενινισμό
Εδώ αξίζει να σημειώσουμε την προσφορά του προέδρου Μάο, αλλά και του ΚΚ Κίνας, που αποτέλεσαν συνέχεια μεν του λενινισμού αλλά παράλληλα και τομή σε κάποια χαρακτηριστικά του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, εξελίσσοντας την κομμουνιστική θεωρία.
Καταρχάς προώθησαν τη διεθνή πάλη κατά του σύγχρονου ρεβιζιονισμού, με την ανάπτυξη και στήριξη του αντιιμπεριαλιστικού-αντιηγεμονιστικού απελευθερωτικού κινήματος των λαών.
Συγκεκριμένα, θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική τη συμβολή τους στο επίπεδο της φιλοσοφίας (με τα κείμενα του Μάο «Για τις αντιθέσεις» και «Για την πράξη»), στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας (με την κριτική του οικονομισμού ή αλλιώς της θεωρίας των παραγωγικών δυνάμεων. Ο οικονομισμός, μετατρέπει το μαρξισμό σ’ ένα τελεολογικό δόγμα, αρνείται ότι η ταξική πάλη αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ιστορίας και αναδεικνύει επομένως ότι η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων προηγείται και επιδρά στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων). Έχει ενδιαφέρον η ανάπτυξη του θεωρητικού αυτού ζητήματος. Ο Στάλιν, το 1951, στο κείμενο «Για τον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό» από τα Ζητήματα Λενινισμού, καλυπτόμενος θεωρητικά από τη θέση του Καρλ Μαρξ του 1859 στον πρόλογο του έργου του Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας αλλά και αντιλήψεις της Β’ Διεθνούς, έλεγε: «Πρώτα αλλάζουν και εξελίσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας κι ύστερα, σε εξάρτηση από τις αλλαγές αυτές και σε αντιστοιχία μ’ αυτές, αλλάζουν οι παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων [...] Ό,τι λογής είναι οι παραγωγικές δυνάμεις, τέτοιες πρέπει να είναι και οι παραγωγικές σχέσεις». Αντίθετα ο Μάο, στο έργο του Για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Κριτική στον Στάλιν και την ΕΣΣΔ, έγραφε: «Η επανάσταση πρέπει κατ’ αρχήν να ανατρέψει το παλιό εποικοδόμημα για να μπορούν να καταργηθούν οι παλιές σχέσεις παραγωγής [...] Έτσι χαράζεται ένας δρόμος στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της νέας κοινωνίας [...] Μια μεγάλη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι πάντοτε μεταγενέστερη από τον μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής […] Η αστική επανάσταση και η εγκαθίδρυση αστικών κρατών συνέβησαν πριν και όχι μετά τη βιομηχανική επανάσταση […] Με την εδραίωση των νέων σχέσεων παραγωγής άνοιξε ο δρόμος για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων». Ο Μάο έτσι αναδείκνυε την προτεραιότητα της πολιτικής απέναντι στην οικονομία, πράγμα που αποτυπωνόταν στο σύνθημα «πρώτα κόκκινος και μετά ειδικός».
Παράδειγμα αυτής της θεωρίας που δοκιμάστηκε στην πράξη αποτελεί η Κομμούνα της Σαγκάης. Η Κομμούνα της Σαγκάης ως παραγωγική μονάδα, κέντρο άσκησης της πολιτικής εξουσίας, φορέας διαδικασίας μετασχηματισμού της ιδεολογίας και της καθημερινότητας, ήταν η σημαντικότερη ίσως απόπειρα στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος για μετασχηματισμό των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής –στη βάση της δομής «επιχείρησης» με τα τεχνικά και ιεραρχικά χαρακτηριστικά της- σε νέου τύπου σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής των αντίστοιχων παραγωγικών δυνάμεων.
Επιπλέον προχωρούσε στην ανάπτυξη και συμπλήρωση της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας για τη σοσιαλιστική κοινωνία, όπου αναγνώριζε ρητά πως περιλαμβάνει μια αρκετά μεγάλη ιστορική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας οι τάξεις δεν έχουν εξαλειφθεί ολοκληρωτικά, η ταξική πάλη ανάμεσα στο σοσιαλιστικό και τον καπιταλιστικό δρόμο συνεχίζεται και γι’ αυτό εξακολουθεί να υπάρχει ο κίνδυνος της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
Επίσης σημαντική είναι η συνεισφορά του Μάο στο επίπεδο της εργατικής δημοκρατίας με το διαχωρισμό των αντιθέσεων στους κόλπους του λαού, με τις αντιθέσεις ανάμεσα στο λαό και στους πραγματικούς εχθρούς της επανάστασης («Αφήστε 100 λουλούδια ν’ ανθίσουν, 100 σχολές σκέψης να συναγωνιστούν»)· για τη σημασία των αλλαγών στο εποικοδόμημα που επενεργούν στην οικονομική βάση, για το σπουδαίο ρόλο της ιδεολογίας και της ιδεολογικής διαπαιδαγώγησης, με την αντίληψή του για τη σπουδαιότητα της μαζικής γραμμής σε ένα κομμουνιστικό κόμμα με τη συλλογή των απόψεων των μαζών και τη μετατροπή τους σε πολιτική γραμμή και τανάπαλιν (σωστή σύνδεση θεωρίας και πράξης), τη σπουδαιότητα της πάλης των δυο γραμμών για τη σωστή λειτουργία και την ανάπτυξη των κομμουνιστικών κομμάτων· με την αναλύσεις του για τη συνέχιση της ταξικής πάλης ακόμα και στην μακρόχρονη περίοδο της σοσιαλιστικής κοινωνίας, όπου ο λαός βρίσκεται ακόμα υπό την επιρροή των αστών για την αποφυγή καπιταλιστικής παλινόρθωσης (με σειρά πολιτιστικών επαναστάσεων), για τη σωστή εφαρμογή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στο κόμμα όπως και τη σωστή σχέση μεταξύ αδελφών κομμάτων και χωρών, κ.λπ.
Κυρίως βέβαια δεν ήταν η θεωρία, αλλά η πρακτική του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος μέχρι το θάνατο του Μάο, το 1976, που συνέχιζε την επανάσταση μέσα στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου, με τη θαρραλέα κινητοποίηση των μαζών, με αποκορύφωμα τη μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση. Όλα αυτά από τη μια αποτελούν σημαντική συνεισφορά στον πολιτικο-ιδεολογικό εξοπλισμό των κομμουνιστών για την παγκόσμια επανάσταση και από την άλλη συμβάλλουν στην απάντηση των ερωτημάτων χιλιάδων αγωνιστών για το τι έφταιξε στις προηγούμενες προσπάθειες οικοδόμησης του σοσιαλισμού και για τη διόρθωση των λαθών που διαπράχθηκαν.
1967-’74: Η χούντα και η εξέγερση του Πολυτεχνείου
Στην Ελλάδα πάλι. Στις 21 Απρίλη του ’67, η ρεφορμιστική αριστερά πιάνεται στον ύπνο από τη χούντα των συνταγματαρχών. Γίνανε χιλιάδες συλλήψεις χωρίς σχεδόν καμία αντίσταση. Τα χρόνια περνούσαν και η κατάσταση δεν βελτιωνόταν. Αυτό οδήγησε εκατοντάδες αγωνιστές που ήθελαν μια πιο ενεργητική αντίσταση κατά της χούντας να δημιουργήσουν μια σειρά οργανώσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Έτσι το 1970 δημιουργήθηκε στο Βερολίνο το ΕΚΚΕ, όχι με σκοπό τη δημιουργία άλλης μιας μ-λ οργάνωσης που θα περιοριζόταν στην υπεράσπιση της γενικής γραμμής της επανάστασης και θα μεγάλωνε τον υπάρχοντα κατακερματισμό, αλλά κυρίως μιας οργάνωσης που θα προσπαθούσε στην πορεία να συνδράμει στην επανίδρυση του κόμματος της εργατικής τάξης που βίαια διαλύθηκε από την επέμβαση Ελλήνων και ξένων ρεβιζιονιστών. Άμεσο καθήκον ήταν βέβαια η κάθοδος στην Ελλάδα για την ανατροπή της δικτατορίας με όλα τα μέσα.
Βέβαια, η δημιουργία του ΕΚΚΕ προέκυψε και λόγω των αδυναμιών των υπαρχουσών οργανώσεων να εκφράσουν την αγανάκτηση και να αναλάβουν ενεργή δράση ενάντια στην χούντα. Το ΚΚΕ, με τον από τότε απλά καταγγελτικό λόγο του, ουσιαστικά λειτουργούσε σαν ανάχωμα στην ανέκφραστη ακόμα λαϊκή αντίθεση. Οι υπόλοιπες οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς, και ειδικά η ΠΠΣΠ και η ΟΜΛΕ, αρνούνταν να οργανώσουν δράσεις ενάντια στη χούντα, στέλνοντας τα στελέχη και τα νέα μέλη τους στο εξωτερικό. Από την άλλη, διάφορες άλλες μικρότερες ομάδες, εμπνεόμενες από την κουβανέζικη επανάσταση και τον Τσε, περιόριζαν τη δράση τους σε κάποια χτυπήματα ενάντια σε ελληνικές πρεσβείες, χωρίς να επιδιώκουν την μαζική πολιτική παρέμβαση. Αξίζει ίσως να αναφερθεί ότι η οργάνωσή μας δεν προέκυψε ως διάσπαση κάποιας άλλης, αλλά υπήρξε από την αρχή μια καινούργια προσπάθεια να δώσει σώμα στην οργή του κόσμου.
Το 1972 συγκροτήθηκε στην παρανομία και η ΑΑΣΠΕ, που δραστηριοποιήθηκε στο φοιτητικό χώρο. Η θέση της για αποχή από τις ελεγχόμενες από το καθεστώς φοιτητικές εκλογές του Νοέμβρη του 1972 συνέβαλε στην ανάταση των αγώνων των φοιτητών, η οποία οδήγησε στην κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του 1973. Στη συνέχεια, μαζί με άλλους αγωνιστές φοιτητές, πρωτοστάτησε στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς, με την πορεία των «300 προβοκατόρων» από τη Νομική, καθώς και στην πάλη γραμμών στο εσωτερικό του ιδρύματος για τη συνέχιση και τη σωστή κατεύθυνση της εξέγερσης.
Η πάλη γραμμών την εποχή του Πολυτεχνείου μέσα από τις επεξεργασίες του ΕΚΚΕ
Παρακάτω θα αναφερθούμε στις επεξεργασίες του ΕΚΚΕ της περιόδου, όχι γιατί άλλες οργανώσεις δεν είχαν κάνει τις επεξεργασίες τους, αλλά για μεθοδολογικούς λόγους, για να εμβαθύνουμε περισσότερο στο θέμα της μεγάλης πάλης γραμμών που υπήρχε ανάμεσα στις οργανώσεις και στο εσωτερικό τους και επιπλέον επειδή στις επεξεργασίες αυτές συμπυκνώνονται οι σφοδρές αντιθέσεις στους κόλπους του κινήματος.
Οι θέσεις αυτές προέκυψαν από τις εκτιμήσεις και την ανάλυση του ΕΚΚΕ για το χαρακτήρα του φασιστικού καθεστώτος. Με βάση αυτές, αλλά και μετά τη μελέτη των θέσεων του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς και συγκεκριμένα του Δημητρόφ, εκτιμήθηκε πως: «Η φασιστική δικτατορία της αστικής τάξης είναι μια απάνθρωπη, αλλά όχι σταθερή εξουσία. Ο φασισμός, που αποφάσισε να εξαλείψει τις διαφωνίες και τις αντιθέσεις στο στρατόπεδο της αστικής τάξης, οξύνει ακόμα περισσότερο αυτές τις αντιθέσεις». Με τη βοήθεια της θέσης αυτής, η 5η Ολομέλεια του ΕΚΚΕ το 1972, «διαπίστωνε το αδιέξοδο της φασιστικής χούντας και την προσπάθειά της να διατηρηθεί στην εξουσία με την παροχή ορισμένων ”ανταλλαγμάτων” στους αστούς ανταγωνιστές της και με την εφαρμογή του μαύρου Συντάγματος του 1968. Προϋπόθεση για την ανατροπή του φασισμού γινόταν η ανατίναξη των σχεδίων του για ”ομαλοποίηση”. Ενάντια στην ηττοπαθή και συμβιβαστική πολιτική αστών και ρεβιζιονιστών, το ΕΚΚΕ διατύπωνε την όξυνση αντί για την εξομάλυνση των αδιεξόδων της φασιστικής χούντας και τη διεκδίκηση των δημοκρατικών ελευθεριών του λαού με λαϊκές κινητοποιήσεις, μέσα από τη συντριβή των πλαισίων της φασιστικής νομιμότητας. Η Ολομέλεια διαπίστωνε τον Αύγουστο του 1972 τη στρατηγική σημασία των φοιτητικών εκλογών που θα γίνονταν δύο μήνες αργότερα, σα μια πρώτη απόπειρα να μπει σε εφαρμογή το φασιστικό σύνταγμα του ’68, και διαμόρφωνε μια πρώτη πρόταση γραμμής για αποχή από αυτές τις εκλογές». («Η 7η/5η Ολομέλεια του ΚΣ του ΕΚΚΕ», Βασικά Πολιτικά Κείμενα, 1ος τόμος, περίοδος 1970-1988, σελ.107).
Η βασική εκτίμηση του ΕΚΚΕ είχε να κάνει με τον ταξικό χαρακτήρα του φασιστικού καθεστώτος στον αντίποδα θεωριών περί «νεοφασισμού», «στρατοκρατίας», «χουντικής δικτατορίας», εκτίμηση που πολιτικοποιούσε τον αγώνα κατά του καθεστώτος, οπλίζοντας και διευρύνοντας πολιτικά την εξέγερση του Πολυτεχνείου με συνθήματα όπως αυτό της Λαοκρατίας.
Επίσης πολιτικοποιήθηκε ο αγώνας ενάντια στη χούντα με την ανοιχτή καταγγελία της ως αμερικανοκίνητης με τα συνθήματα «Έξω οι ΗΠΑ» και « Έξω το ΝΑΤΟ». Αυτό επίσης άνοιξε την εξέγερση των φοιτητών στα πλατιά λαϊκά στρώματα. Η ολοκληρωτική και ολοένα αυξανόμενη αντίθεση του λαού στον αμερικανοφασισμό, η κλιμάκωση των λαϊκών κινητοποιήσεων και η ανάπτυξη των μαζικών αντιφασιστικών αγώνων, η διογκούμενη δυσφορία όλων των λαϊκών στρωμάτων για τη φασιστική καταπίεση που είχε ενταθεί τους προηγούμενους μήνες με τη μεγάλη ακρίβεια της ζωής και τη μαύρη αγορά, η δυσφορία για το ξεπούλημα της γης στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, η όξυνση των αντιθέσεων στους κόλπους του ίδιου του φασιστικού καθεστώτος αλλά και στο σύνολο των δυνάμεων της υποτέλειας, οδηγούσαν αναπόφευκτα σ' αυτή την έκρηξη.
Η γραμμή αυτή, που αποκρυσταλλώθηκε τον Ιούλη του ’73 στη σύσκεψη στελεχών του ΕΚΚΕ και τέθηκε με αποφασιστικότητα στις φοιτητικές συνελεύσεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου, προέκυψε από τη συνεπή ανάλυση των ενδοαστικών αντιθέσεων της εποχής, αλλά και από αυτήν της παγκόσμιας κατάστασης. Από αυτή την ανάλυση προέκυπτε πως η Αμερική ως υπερδύναμη βρισκόταν σε καθοδική πορεία, χωρίς να της βγαίνουν σημαντικοί πολιτικοί στόχοι όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ, με την Κίνα να δίνει νέα πνοή και δύναμη στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και τον αέρα από την Ανατολή συνολικά να δυναμώνει, παρά τα πισωγυρίσματα της ΕΣΣΔ.
Η γραμμή για «Ενεργητική και Μαζική Αποχή», που πρακτικά σήμαινε κατάληψη των σχολών, δεν βγήκε ωστόσο χωρίς πάλη, ούτε χωρίς ταλαντεύσεις. Προέκυψε επίσης με σφυγμομετρήσεις των διαθέσεων των λαϊκών μαζών μπροστά στο δημοψήφισμα κατά τη μαοϊκή μέθοδο της «μαζικής γραμμής», σε μια φάση που ο λαός είχε κιόλας δεχτεί τον καταιγισμό της αστικής και ρεβιοζινιστικής προπαγάνδας, ενώ κανείς δεν είχε προβάλει ακόμα με σωστό τρόπο και σε σοβαρή κλίμακα την επαναστατική γραμμή. Στα πλαίσια της ζύμωσης που πραγματοποιήθηκε, οι σύντροφοι (του ΕΚΚΕ) διαπίστωσαν ότι στην Ελλάδα υπήρχε στο λαό η άποψη για συμμετοχή στο δημοψήφισμα «για να δώσει ένα φάσκελο στη χούντα». (Βασικά Πολιτικά Κείμενα, 1ος τόμος σ.117) Υπήρχε ο φόβος πως η γραμμή της αποχής θα απομονωνόταν κι όσοι την εφάρμοζαν θα είχαν να υποστούν τις κυρώσεις με τις οποίες απειλούσε η φασιστική χούντα. Έτσι διαμορφώθηκε π.χ. η θέση για το άκυρο, χωρίς ωστόσο να κερδίσει η άποψη αυτή. Μέσα και στις ίδιες τις οργανώσεις, λοιπόν, υπήρχαν διαφορετικές απόψεις, εκ διαμέτρου αντίθετες στο δια ταύτα.
Επίσης η πάλη για άνοιγμα των αιτημάτων πέρα από τα αμιγώς φοιτητικά ήταν σημαντική. Εδώ να πούμε πως τα αμιγώς φοιτητικά αιτήματα ήταν πάρα πολύ σοβαρά. Μιλάμε για μια περίοδο γενικής αναταραχής στα πανεπιστήμια, με το καθεστώς να προωθεί το χουντικό Καταστατικό Χάρτη για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, καθώς και διάφορα φασιστικά διατάγματα και την ίδρυση αμερικάνικων πανεπιστημίων στην Ελλάδα, να βάζει σε εφαρμογή το ν. 1347/73 για την αναγκαστική επιστράτευση των απεργών φοιτητών, κ.ο.κ. Η προσπάθεια λοιπόν για παραπέρα πολιτικοποίηση των ήδη πολιτικοποιημένων αιτημάτων των φοιτητών και το άνοιγμά τους με συνθήματα κατά της χούντας συνολικά , για πτώση της χούντας, κ.λπ., δεν ήταν ούτε προφανής ούτε εύκολη υπόθεση.
Πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα βασικά δόθηκε πάλη: 1. Για την όξυνση την κατάστασης και τη μη συμμετοχή στην «ομαλοποίηση», και 2. Για τη διεύρυνση των αιτημάτων και την ανατροπή του καθεστώτος και των στηριγμάτων του.
Αυτά δεν λέγονται σήμερα εδώ για να διεκδικήσουμε την πατρότητα (ή μητρότητα) στον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου, αλλά για να φανεί ξεκάθαρα ποια ήταν η πάλη γραμμών, ότι καταρχάς υπήρχε πάλη γραμμών και η εξέγερση δεν ήταν ένα αυθόρμητο ξέσπασμα που ερχόταν από το πουθενά, όπως συχνά αναφέρεται σε πολλές εκδηλώσεις για το Νοέμβρη. Γιατί από την άλλη πλευρά ισχύει ότι οι αγωνιστικές διαθέσεις του λαού ήταν αυξημένες και αυτό η επαναστατική πρωτοπορία έπρεπε να το εκμεταλλευτεί, μαζί με τις ενδοαστικές αντιθέσεις και τις υπόλοιπες εκτιμήσεις της. Όπως επίσης ισχύει ότι τα μέλη και πολλά στελέχη των ΚΚΕ, που ήταν οι μαζικότερες οργανώσεις, εγκατέλειψαν τις μέχρι τότε επίσημες θέσεις των κομμάτων τους, προς τιμή τους.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε σύντομα κάποιες βασικές αδυναμίες που είχε η πρωτοπόρα εκείνη πολιτική γραμμή. Έτσι, ενώ προβαλλόταν το στρατηγικό σύνθημα της λαοκρατίας και της σοσιαλιστικής επανάστασης, παρακάμφθηκε το καθήκον να μπει συγκεκριμένα σ’ εκείνη τη φάση του κινήματος το ζήτημα της εξουσίας από τη μεριά του προλεταριάτου και των λαϊκών μαζών. Ως «ενδιάμεσο» στάδιο έμπαινε η ανασυγκρότηση του κόμματος και αναβαλλόταν μέχρι εκείνη την ακαθόριστη χρονικά στιγμή η πλήρης ανάληψη των ευθυνών απέναντι στο Λαϊκό Κίνημα. (Βασικά Πολιτικά Κείμενα, 1ος τόμος, σελ.110). Στη πραγματικότητα, το ΕΚΚΕ, παρά τη σωστή του πολιτική γραμμή και την εμπιστοσύνη του σ’ αυτή, που έκανε τους συγκριτικά λίγους συντρόφους να παλεύουν και να κερδίζουν τις συνελεύσεις, δεν είχε επίγνωση του καθοδηγητικού ρόλου που έπαιζε εκείνη τη στιγμή, δεν είχε αποβάλει τη συνείδηση της «ομάδας» και του «προπαγανδιστικού ομίλου», δεν είχε μια συνολική, ολοκληρωμένη «κομματική» ανάληψη ευθυνών. Αυτό έκανε τους συντρόφους και τις συντρόφισσες, πέρα από το στόχο της ανατροπής της ψευτοδημοκρατικής λύσης, να μην απαντάνε στο ερώτημα ποια ήταν η μορφή εξουσίας που ανταποκρινόταν με τον καλύτερο τρόπο στο συσχετισμό δύναμης εκείνης της περιόδου, που θα μπορούσε με τον καλύτερο τρόπο να προωθήσει και να προασπίσει τις θυσίες και τις νίκες του αγωνιζόμενου λαού. (Βασικά Πολιτικά Κείμενα, 1ος τόμος, σελ.116).
Ούτε κάποια άλλη από τις δυνάμεις της αριστεράς μπορούσε ή ήθελε να αναλάβει αυτό τον καθοδηγητικό ρόλο. Η ήττα των κεντρώων και ρεβιζιονιστικών οργανώσεων στην προσπάθειά τους να απομονώσουν τους φοιτητές του Πολυτεχνείου από τους υπόλοιπους φοιτητές και το λαό, η ήττα τους στο ζήτημα της απόφασης για την κατάληψη του Πολυτεχνείου, η απόρριψη των απόψεών τους για ενότητα με τους αστούς πολιτικούς και ο καθορισμός του αγώνα ως αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού και όχι απλά αντιδικτατορικού ή φοιτητικού, αφαιρούσε από τις φοιτητικές νεολαίες των ΚΚΕ τον πρωτοπόρο καθοδηγητικό ρόλο. Και τελικά τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον πήρε ο Καραμανλής, με τα κινήματα να είναι παρόντα και ενεργά όσο και τα ξερονήσια και τα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Ολοκληρώνοντας, θέλουμε να αναφέρουμε ότι για εμάς, η συζητήσεις αυτού του είδους είναι απαραίτητο να γίνονται. Δεν θεωρούμε πως ξεμπερδεύουμε με την ιστορία, γιατί η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος είναι μια υπόθεση ζωντανή, που τη προσεγγίζουμε κάθε φορά με άλλα μάτια, υπό το φως άλλων συνθηκών και διαφορετικής δικής μας ωρίμανσης. Μ’ αυτή την έννοια, στόχος της σημερινής συμβολής μας δεν είναι να καταγράψουμε μια προσέγγιση, να παλέψουμε για μια ακόμα ημερομηνία. Δεν θεωρούμε πως βρισκόμαστε σε ένα σούπερ μάρκετ ιδεών, ημερομηνιών, ηγετών και φιλοσοφιών, αλλά σε μια προσπάθεια συνεχούς προσέγγισης και επαναπροσέγγισης των βαθύτερων αληθειών που θα μας βοηθήσουν να αλλάξουμε τον κόσμο. Στόχος δεν είναι ούτε να κάνουμε περίεργες αναλογίες, ιστορικούς παραλληλισμούς, μήπως έτσι βρούμε τη φόρμουλα για να μετατραπούμε από μειονότητα σε πλειονότητα, τη φόρμουλα της σωστής τακτικής για να αλλάξουμε συθέμελα τον κόσμο. Η μόνη φόρμουλα που υπάρχει και μας τη δίδαξαν οι κλασικοί του μαρξισμού μέσα από τα σωστά και τα λάθη τους ως πρωτοπόροι ηγέτες και το κίνημα των χωρών τους και της δικής μας χώρας, φόρμουλα με την οποία πρέπει να καταπιαστούμε σοβαρά έπειτα από αυτό το διήμερο, είναι να προχωρήσουμε μέσα από τη μελέτη των σημερινών συνθηκών, από τη συγκεκριμένη και ζωντανή εμπειρία της πάλης των τάξεων. Την εμπειρία των άλλων χωρών την αντιμετωπίζουμε ως πολύτιμη παρακαταθήκη. Σήμερα που οι αντιθέσεις είναι τόσο αβυσσαλέες όσο και καμουφλαρισμένες κάτω από τους τόνους του εποικοδομήματος και που η λαϊκή δυσαρέσκεια είναι μεγάλη, η προσπάθεια για ανεξάρτητο κόμμα της εργατικής τάξης είναι σημαντική προτεραιότητα. Στη χώρα μας ένα τέτοιο κόμμα που θα μάχεται ανοιχτά και θα αποκαλύπτει χωρίς έλεος τον ταξικό εχθρό, αλλά και το ρεβιζιονισμό, μόνιμο σύμμαχο της αστικής τάξης, είναι περισσότερο από απαραίτητο.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Αλεξάτος, Γ. Ιστορικό λεξικό του ελληνικού εργατικού κινήματος, εκδόσεις Γειτονιές του Κόσμου, 2012.
Βοντίτσος-Γούσιας, Γ. Οι αιτίες για τις ήττες, τη διάσπαση του ΚΚΕ και της ελληνικής αριστεράς, εκδόσεις ΕΚΚΕ, Β΄ έκδοση 2018.
Κάντας Π., Αξιωματικός ΔΣΕ. «Σχετικά με τις θέσεις του ψευτο-ΚΚΕ ”για το σοσιαλισμό”», Κόκκινο Δελτίο, τεύχος 7, Νοέμβρης 2008.
Μάο Τσετούνγκ, «Για την πράξη», Διαλεχτά έργα του Μάο Τσετούνγκ, τόμος V.
Μάο Τσετούνγκ, «Για τις αντιθέσεις», Διαλεχτά έργα του Μάο Τσετούνγκ, τόμος V.
Μπετελέμ, Σ. Πολιτιστική Επανάσταση και Βιομηχανική Οργάνωση στην Κίνα, Εκδόσεις ΓΗ, 1975.
Στάλιν, Ι.Β. «Για τον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό», Ζητήματα Λενινισμού, 1951.
«40 Χρόνια Αγώνες του ΕΚΚΕ», Βασικά Πολιτικά Κείμενα, Τόμος 1ος, Περίοδος 1970-1988, εκδόσεις ΕΚΚΕ.
Κείμενα της «Επιτροπής Παλιών Κομμουνιστών», αρχείο ΕΚΚΕ.
«Απόφαση της ΚΕ του ΚΚ Κίνας σχετικά με τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση», 8/10/66.
«Η Καταιγίδα του Γενάρη. Για την Κομμούνα της Σαγκάης», ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ, τεύχος 32, Μάρτης 2013.
Εκτιμήσεις της ΟΜΛΕ για την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973.
«18 Θέσεις του ΕΚΚΕ για τα 90 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ», Κόκκινο Δελτίο, τεύχος 6, Μάης 2008.