Get Adobe Flash player

ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

1. Κρίση και αναδιάρθρωση της γεωργίας - Οι αγώνες της αγροτιάς

1.1.     Εισαγωγή

Αποτελεί κοινό μυστικό η κρίση της ευρωπαϊκής και ελληνικής γεωργίας· κρίση που εκφράζεται με την κατακόρυφη πτώση των τιμών (για τους παραγωγούς) των αγροτικών προϊόντων και την ταυτόχρονη αύξηση των τιμών όλων των εισροών της γεωργίας (σπόρων, φαρμάκων, λιπασμάτων, μηχανημάτων, καυσίμων), την υπερχρέωση των αγροτών, κυρίως των φτωχομεσαίων. Το χειρότερο είναι ότι, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, για τη μεγάλη πλειοψηφία των φτωχομεσαίων αγροτών δεν διαφαίνεται καμιά ελπίδα εξόδου από αυτήν την κρίση.

 

Μεγάλο κεφάλαιο και πολυεθνικά-υπερεθνικά μονοπώλια προωθούν την αναδιάρθρωση της γεωργίας σε βάρος των φτωχών και μεσαίων αγροτών, αλλά και σε βάρος του συνόλου των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας και των μικρομεσαίων στρωμάτων γενικότερα, σε βάρος των λαών και χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, σε βάρος της υγείας του παγκόσμιου πληθυσμού και της φύσης. Αναδιάρθρωση που υπακούει στην ανάγκη του κεφαλαίου να διατηρήσει και να αυξήσει τα ποσοστά του κέρδους του και να ξεπεράσει τη μακρόχρονη δομική του κρίση.

Στην κατεύθυνση αυτή γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες της δράσης των πολυεθνικών - υπερεθνικών μονοπωλίων του περίφημου γεωργικού-διατροφικού συμπλέγματος προκειμένου να μονοπωλήσουν την παγκόσμια αγορά τροφίμων, να ελέγξουν την αγορά των σπόρων[1], να ελέγξουν και να προσδιορίσουν την παραγωγή και τη διακίνηση των αγροτικών προϊόντων. Να επιβάλουν την κατανάλωση των μεταλλαγμένων τροφών, τη χρήση επικίνδυνων και καταστροφικών, τοξικών, καρκινογόνων κ.λπ. γεωργικών φαρμάκων.

Η «διόρθωση» της ΚΑΠ (Κοινής Αγροτικής Πολιτικής), της μοναδικής κοινής πολιτικής της ΕΟΚ που αφορούσε έναν ολόκληρο τομέα παραγωγής, άρχισε από τα μέσα της δεκαετίας του ‘ 80, για να συνεχιστεί το ‘ 92 με την αναθεώρησή της (ποσοστώσεις στην παραγωγή και φόροι συνυπευθυνότητας, αναγκαστικές αγραναπαύσεις, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και κίνητρα σε αγρότες ώστε να βγουν από την παραγωγή) και να βρει την τελική της έκφραση στο πρόγραμμα Ατζέντα 2000, με στόχο την κατάργηση των επιδοτήσεων[2] στην παραγωγή, των τιμών παρέμβασης και των αποσύρσεων και μια ριζική παραγωγική αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής γεωργίας προκειμένου :

  • Να μειωθεί δραστικά ο αγροτικός πληθυσμός της ΕΕ και ιδιαίτερα σε χώρες όπου αυτός εμφανίζεται ιδιαίτερα αυξημένος (π.χ. Ελλάδα).
  • Να μεταφερθούν οι πόροι[3] από τη γεωργία στη βιομηχανία.
  • Να ωφεληθούν μεγάλο κεφάλαιο και πολυεθνικές από φθηνές τιμές αγροτικών προϊόντων (σταδιακή μείωση μέχρι τον τελικό μηδενισμό των τιμών παρέμβασης, εθνικοποίηση των ποσοστώσεων, τη διαχείριση των επιδοτήσεων από τους μεγάλους βιομηχάνους, τον εξαναγκασμό των παραγωγών να πουλάνε όσο όσο τη παραγωγή τους για να έχουν το δικαίωμα να αποσύρουν προϊόντα τους[4], αλλαγή του τρόπου και του χαρακτήρα των επιδοτήσεων οι οποίες αποσυνδέονται από την παραγωγή και δίνονται σαν βοήθημα-ελεημοσύνη, αντιμετώπιση του αγρότη όχι ως παραγωγού, αλλά σαν «κηπουρού της φύσης»[5]. Αύξηση της εξάρτησης των παραγωγών από τη βιομηχανία, με τη προώθηση της παραγωγής «ανανεώσιμων πρώτων υλών» στη θέση άλλων αγροτικών προϊόντων, με κριτήρια που δεν έχουν σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας και το σεβασμό της φύσης).
  • Να εξοικονομήσει η Γερμανία τα απαραίτητα κεφάλαια για την ολοκλήρωση της ενοποίησης της και την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων της.
  • Να εξοικονομηθούν τα απαραίτητα κεφάλαια για την είσοδο στην ΕΕ των χωρών της του πρώην «ανατολικού μπλοκ», χωρίς να χρειαστεί να υπερβεί ο προϋπολογισμός το 1,27% του κοινοτικού ΑΕΠ. Μάλιστα, οι δαπάνες του προϋπολογισμού του 2000 δεν θα ξεπερνούν το 1,1 % του κοινοτικού ΑΕΠ, λόγω της απροθυμίας των «Μεγάλω» να πληρώσουν. Ούτε λίγο ούτε πολύ 1,8 δις ευρώ ή 600 δις δρχ. λιγότερα από τα κατά καιρούς συμφωνημένα. Και τη νύφη θα πληρώσουν οι φτωχοί αγρότες. Επίσης, 200 εκατ. ευρώ αντί να κατευθυνθούν προς τους αγρότες μέσω του τμήματος Εγγυήσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου (ΕΓΤΠΕ), θα κατευθυνθούν προς τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ανασυγκρότησης του Κοσσυφοπεδίου, την Ενίσχυση της ΠΓΔΜ, και της Τουρκίας για τη συμμετοχή τους στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας[6].
  • Να μειωθεί[7] η αξία της εργατικής δύναμης, ως μέσο αντίστασης του κεφαλαίου στην πτωτική τάση του μέσου ποσοστού του κέρδους του, με τη μείωση της αξίας των μέσων συντήρησης των μισθωτών (τρόφιμα κ.λπ.)
  • Να ικανοποιηθούν οι ΗΠΑ[8], που επιδιώκουν την κυριαρχία στην παγκόσμια επισιτιστική αγορά, με την παραχώρηση από τη μεριά τους «ζωνών ελευθερίας» στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο στο χρηματιστικό και χρηματιστηριακό τομέα, στις βιομηχανικές εξαγωγές, στα επιτόκια κ.λπ.( Γύρος της Ουρουγουάης - GATT, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου). 


1.2.            Οι αγώνες της φτωχομεσαίας αγροτιάς

Σ’  αυτό το πλαίσιο κινείται και η κυβέρνηση και η κεφαλαιοκρατική ολιγαρχία στη χώρα μας. Με την πολιτική τους (ΕΕ-κυβέρνηση- μεγάλο κεφάλαιο-μεγαλοαγρότες) βαθαίνουν και οργανώνουν την κρίση της ελληνικής γεωργίας[9]. Αποτέλεσμα αυτών των αντιαγροτικών πολιτικών, που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή των μικρών και μεσαίων νοικοκυριών και τη μεγάλη μάζα των αγροτών στην ανεργία, είναι και ο ξεσηκωμός της φτωχομεσαίας αγροτιάς τα τελευταία χρόνια, με σημαντικότερη την κινητοποίηση 1996-1997. Οι αγώνες αυτοί, παρά το γεγονός ότι και μαζικοί και μακρόχρονοι ήταν και έφεραν στο προσκήνιο για μια ακόμη φορά τα προβλήματα της αγροτιάς, δεν απέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα γιατί:

1.     Κυριάρχησαν στα αιτήματα (επιτάχυνση δημιουργίας του Μητρώου Αγροτών κ.λπ.) και την καθοδήγηση των κινητοποιήσεων οι μεγαλοαγρότες, σε βάρος των αιτημάτων των φτωχομεσαίων αγροτών.

2.     Εμφανίστηκε και συκοφαντήθηκε ο αγώνας τους σαν συμμαχία της Ν.Δ. και του ψευτο«Κ»ΚΕ.

3.     Οι φτωχομεσαίοι αγρότες βρέθηκαν πολιτικά απροετοίμαστοι και οργανωτικά πολυδιασπασμένοι (δύο και τρεις αγροτικοί σύλλογοι σε κάθε χωριό χωρίς ουσιαστική λειτουργία).

4.     Δεν υπήρχαν συγκεκριμένοι πολιτικοί και συνδικαλιστικοί στόχοι, πέρα από τα άμεσα αιτήματα.

5.     Δεν συνδέθηκαν όσο θα έπρεπε και όσο ώριμες ήταν οι συνθήκες με τα κινήματα στις πόλεις, με ευθύνη και των γραφειοκρατικών-ρεφορμιστικών ηγεσιών των συνδικάτων των εργαζομένων.

6.     Υπονομεύτηκαν από τα μέσα. Δεν απόκτησαν πανελλαδικούς στόχους και συντονισμό. Η ΠΑΣΕ, δέσμια ρεφορμιστικών και μικροκομματικών επιλογών, αγνόησε τις διαθέσεις της μεγάλης πλειοψηφίας των φτωχών και μεσαίων αγροτών, που ήταν κλιμάκωση και δυνάμωμα των κινητοποιήσεων. Απέφυγαν την σύγκρουση με ΕΕ-ΟΝΕ-κυβέρνηση και καλλιέργησαν αυταπάτες για το ρόλο του σημερινού κράτους και των μηχανισμών του (γαρύφαλλα στα ΜΑΤ).

7.     Η ριζοσπαστική και επαναστατική αριστερά βρέθηκε ανέτοιμη πολιτικά και οργανωτικά να παρέμβει και να ανατρέψει το κλίμα του συμβιβασμού και των υπαναχωρήσεων, να δώσει πνοή, κατεύθυνση και συνέχεια στους αγώνες αυτούς.

 

2. Πραγματικότητα και τάσεις της ελληνικής γεωργίας

2.1.           Γη και μέγεθος εκμεταλλεύσεων

Η γεωργική γη στην Ελλάδα είναι περίπου 36,5 εκατ. στρέμματα. Από αυτά το 19,4% βρίσκεται σε ημιορεινές και το 24,9 % σε ορεινές περιοχές. Το 70% της γεωργικής γης ανήκει σε μειονεκτικές περιοχές (ορεινές, νησιώτικες, προβληματικές)[10] . Η γόνιμη γεωργική γη εντοπίζεται στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Το 1991 αρδεύονταν περίπου 11,9 εκατ. στρέμματα, ποσοστό 33,8 % του συνόλου, λιγότερο από το 70% των αρδεύσιμων εκτάσεων.

Η μέση έκταση της γεωργικής εκμετάλλευσης είναι μικρή, γύρω στα 40 στρέμματα και κατακερματισμένη σε αγροτεμάχια 6-10 στρεμμάτων, η μικρότερη στην Ε.Ε. των 15 (πίνακας 1), όπου η μέση εκμετάλλευση έχει 187 στρέμματα.

Με βάση την απογραφή του 1991 υπήρχαν 852,466[11] εκμεταλλεύσεις. Αυτές με 0 έως 99,9 στρέμματα ήταν 667,362 οι οποίες αποτελούσαν το 90,7% του συνόλου και καλλιεργούσαν το 54,7% της γεωργικής γης. Οι εκμεταλλεύσεις με 100 στρέμματα και άνω ήταν 78.817 ποσοστό 9,3% του συνόλου των εκμεταλλεύσεων και οι οποίες καλλιεργούσαν το 45,3% της γεωργικής γης (πίνακας 2).

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει η τάση να μειώνονται οι εκμεταλλεύσεις της τάξης 0-50 στρέμματα και να αυξάνονται αυτές από 100 στρέμματα και πάνω, ενώ ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων της τάξης των 50 έως 100 στρεμμάτων δείχνει μια σταθεροποίηση με μείωση της γης που καλλιεργούν από 9.490.000 στρέμματα σε 8.550.000 στρέμματα για την περίοδο 1980-1993.

Πίνακας 1

Πίνακας 2

 

Για την περίοδο αυτή 1980 - 1993 μπορούμε να παρατηρήσουμε πως υπάρχει μια τάση μείωσης του ποσοστού χρησιμοποιούμενης γης από όλες τις εκμεταλλεύσεις, εκτός από αυτές που είναι πάνω από 50 εκτάρια (500 στρέμματα) και για τις οποίες, υπάρχει τάση αύξησης της χρησιμοποιούμενης γης (πίνακας 3).

 

Πίνακας 3

Μ’ αυτά τα δεδομένα γι’ αυτήν την περίοδο δεν μπορούμε να ισχυριστούμε βέβαια πως έχει αλλάξει ακόμα αισθητά το τοπίο, που χαρακτηρίζεται από την πλειοψηφική παρουσία της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας στο σύνολο των εκμεταλλεύσεων. Μπορούμε όμως να διαπιστώσουμε ότι οι τάσεις για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση ενισχύονται και θα ενισχυθούν ακόμα περισσότερο με τον εξαναγκασμό σε αποχώρηση από την αγροτική παραγωγή μικροαγροτών αρχηγών εκμεταλλεύσεων. Σ’ αυτήν την τάση συγκεντροποίησης σημαντικό ρόλο παίζουν οι ενοικιάσεις εκτάσεων μικροαγροτών που εγκαταλείπουν τη γη τους από τους μεγαλοαγρότες. Το 45% των καλλιεργούμενων εκτάσεων είναι νοικιασμένες.

Φαινόμενο αρκετά έντονο στις εκτατικές[12] καλλιέργειες και ιδιαίτερα στις πεδινές περιοχές Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Θράκης. Η καταβολή όμως ενοικίου από τους μεγαλοαγρότες στους μικρο-ιδιοκτήτες είναι προσωρινό φαινόμενο. Η διάθεση τους είναι να υφαρπάξουν τη γη αυτή[13] που σήμερα νοικιάζουν. Αυτές τους τις ορέξεις εξυπηρετούν το Μητρώο Αγροτών (στον πίνακα 7 φαίνονται οι συνέπειες του στον πρώτο χρόνο ύπαρξης του), η τράπεζα γης, οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, οι αγραναπαύσεις, το κτηματολόγιο, η αφορολόγητη μεταβίβαση γης και οι φόροι πάνω στην ακίνητη περιουσία, φορολόγηση των αγροτών κ.λπ., μέτρα που προωθούνται από Ε.Ε.-κυβέρνηση. Είναι μέτρα που: αποκόπτουν τμήματα μικροαγροτών από τις επιδοτήσεις, κάνουν ασύμφορη για τους μικροαγρότες τη συνέχιση της διατήρησης της ιδιοκτησίας τους και την εξάσκηση της αγροτικής τους δραστηριότητας.

 

2.2. Το Ανθρώπινο Δυναμικό

2.2.1 Γενικά 

Τα τελευταία 30 χρόνια ο αγροτικός πληθυσμός της χώρας έχει υποστεί μεγάλη μείωση. Η μετανάστευση στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, είτε στο εσωτερικό (προς τις μεγάλες πόλεις) είτε στο εξωτερικό, ερήμωσαν κυριολεκτικά την ύπαιθρο. Η τάση αυτή συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες[14]. Οι εργαζόμενοι στη γεωργία–κτηνοτροφία–αλιεία από το 33,2% του συνολικού εργατικού δυναμικού το 1977 μειώθηκαν στο 24,5% το 1990 και στο 19,8% το 1997. Σε απόλυτους αριθμούς οι απασχολούμενοι στη γεωργία από 1.083.000 το 1981 μειώθηκαν σε 890.000 το 1990 και στις 765.000 το 1997.

Πίνακας 4

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ[15], στην γεωργική παραγωγή (γεωργία - κτηνοτροφία - αλιεία) απασχολούνται 764,984 άτομα(437,720 άνδρες και 327,265 γυναίκες). Από αυτούς το 4.5% είναι εργοδότες, το 54.2% αυτοαπασχολούμενοι, το 4% μισθωτοί και το 37.3% Βοηθοί κυρίως γυναίκες (πίνακας 6). Όπως φαίνεται και από τον πίνακα 7, υπάρχει τάση αύξησης της μισθωτής εργασίας στην γεωργία. Το πραγματικό μέγεθος, σαφώς μεγαλύτερο, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε, γιατί μεγάλο μέρος των μισθωτών εποχιακών ή μόνιμων αποτελείται από ξένους εργάτες, που δεν είναι καταγεγραμμένοι στις αρμόδιες υπηρεσίες.

Αν εξετάσουμε κατά ηλικιακές ομάδες αυτό τον πληθυσμό, παρατηρούμε ότι: ενώ στο σύνολο οι αγρότες αποτελούν το 19.8% του πληθυσμού αυτό το ποσοστό έχει έντονες διαφοροποιήσεις κατά ηλικιακές ομάδες.

Το γεγονός ότι: οι ηλικίες μεταξύ 20 - 44 ετών είναι πολύ κάτω από το γενικό επίπεδο του 19.8% και κυμαίνεται περίπου στο 12 % ενώ αντίθετα σε ηλικίες άνω των 65 ετών το αντίστοιχο ποσοστό είναι πάνω από 64%, δείχνει μια τάση ακόμα μεγαλύτερης μείωσης των αγροτών στα επόμενα χρόνια (πίνακας 5).

Πίνακας 5

 

 

2.2.2.      Μορφωτικό επίπεδο

Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο είναι ένα από τα χαρακτηριστικά των αγροτών, δείκτης της αδιαφορίας του κράτους για μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Το 91,4% δεν έχει απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης και το 14,3% δεν έχει ούτε απολυτήριο δημοτικού. Μόλις το 0,5% έχει πτυχίο Ανώτατων σχολών και το 0,7% ανώτερων σχολών (πίνακας 8).

Πίνακας 6

Πίνακας 7[16]

 

1997

1998

Μεταβολή %

Εργάτες γης  

89.200

93.000

4,2

Αρχηγοί Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων

507.000

483.900

-4,6

Σύνολο Απασχολούμενων στη Γεωργία

596.200

576.900

-3,2

 

Πηγή: Eurostat

Πίνακας 8

Επίπεδο μόρφωσης ανθρώπινου δυναμικού στον πρωτογενή τομέα (1997)

ΠηγήΙΝΕ ΓΣΕΕ

 

Πίνακας 9

 

Πίνακας 10

 

 

2.2.3.      Πολυαπασχόληση

Μετά το 1970, στα μικρά αγροτικά νοικοκυριά τείνει να γενικευτεί η πολυαπασχόληση. Η αναζήτηση και άλλων μορφών απασχόλησης, αναγκαία για τη συμπλήρωση του εισοδήματος του μικρού νοικοκυριού, έχει λειτουργήσει και λειτουργεί σαν προθάλαμος για την έξοδο των αγροτών από τη γεωργία. Σύμφωνα με έρευνα του Μεσογειακού Ιδρύματος Μελετών του 1994[17], στο 55% των νοικοκυριών ο αρχηγός της εκμετάλλευσης (κάτω των 65 ετών) έχει αγροτικές δραστηριότητες στις οποίες αφιερώνει λιγότερο από το 50% του χρόνου του. Στο 24% των νοικοκυριών ο αρχηγός της εκμετάλλευσης έχει εξωαγροτικές δραστηριότητες στις οποίες αφιερώνει λιγότερο από το 50% του χρόνου του. Σε 2% των νοικοκυριών που παραμένουν στον αγροτικό χώρο και ο αρχηγός είναι κάτω των 65 ετών, δεν έχει αγροτική ή εξωαγροτική απασχόληση, όπως άλλη απασχόληση δεν έχουν και τα υπόλοιπα μέλη του νοικοκυριού.

Η πολυαπασχόληση εκδηλώνεται κυρίως σε αγροτικές περιοχές γειτονικές σε μεγάλα αστικά κέντρα ή σε περιοχές που αναπτύσσονται, όπου και οι ευκαιρίες απασχόλησης είναι μεγαλύτερες. Κυρίως απασχολούνται ως ανειδίκευτοι εργάτες στη βιομηχανία και στις οικοδομές. Αυτό ως γεγονός φέρνει κοντά τους φτωχομεσαίους αγρότες με την εργατική τάξη στη ζωή και στους αγώνες και παρότι η ύπαρξη δεύτερου εισοδήματος κρατά σε χαμηλά επίπεδα τα μεροκάματα, όταν ξεσπά η αγανάκτηση και οι μακρόχρονοι αγώνες, αυτό το δεύτερο εισόδημα μπορεί και τους δίνει μεγάλη διάρκεια.

 

2.3.            Η Παραγωγή

Η ελληνική αγροτική παραγωγή, κατά 74% φυτική και κατά 26% ζωική (σχέση αντίστροφη με τις χώρες της ΕΕ – το 1980 αυτή η σχέση ήταν 64%-36%), προσδιορίστηκε από τις γεωφυσικές και κλιματολογικές συνθήκες, αλλά και από τις κοινωνικές ιστορικές συνθήκες. Η μικρή ιδιοκτησία και το μικρό μέγεθος εκμεταλλεύσεων ενίσχυσαν καλλιέργειες έντασης εργασίας, η ανεπάρκεια του αγροτικού εισοδήματος που αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες της αγροτικής οικογένειας και η συνακόλουθη πολυαπασχόληση τις δενδρώδεις καλλιέργειες. Οι τελευταίες χρειάζονται μικρότερο χρόνο ενασχόλησης και αφήνουν περιθώριο στο μικροαγρότη να ασκεί και την παράλληλη δραστηριότητα του. Η Ήπειρος και η Πελοπόννησος και η Λοιπή Στερεά και Εύβοια με τη μικρότερη ανά εκμετάλλευση μέση έκταση 26,5 στρεμμάτων, 37,2 στρεμμάτων και 38,93 στρεμμάτων αντίστοιχα και εδάφη ημιορεινά και άγονα έχουν αναλογικά τη μεγαλύτερη έκταση δεντροκαλλιεργειών (πίνακας 11 και πίνακας 10).

Πίνακας 11

 

Το 45% της γεωργικής παραγωγής αποτελείται από προϊόντα μεσογειακού τύπου, όπως φρούτα, λαχανικά, σταφίδες, ελαιόλαδο, κρασί, βαμβάκι, καπνό, αιγοπρόβειο κρέας και γάλα. Η χώρα έχει επάρκεια σε βαμβάκι, κρασί, καπνό, ελιά-ελαιόλαδο, φρούτα και λαχανικά και πραγματοποιεί και εξαγωγές. Είναι περίπου αυτάρκης σε κρέας χοιρινό, πουλερικά, πατάτες, σιτάρι, ζαχαρότευτλα. Σημαντικά ελλειμματική είναι η χώρα σε βόειο κρέας, γαλακτοκομικά και πρωτεϊνούχες ζωοτροφές.

Στο μεγαλύτερο βαθμό, η αγροτική παραγωγή σε είδος και ποσότητα έχει καθοριστεί από την Ε.Ε., πρώην ΕΟΚ. Με την πολιτική του καρότου (επιδοτήσεις ) και του μαστίγιου (ποσοστώσεις, φόροι συνυπευθυνότητας), άλλαξε τον προσανατολισμό της παραγωγής (μεγαλύτερη σύνδεση με τη βιομηχανία[18], βιομηχανικά φυτά) και την όποια θετική πορεία είχε υπάρξει τα προηγούμενα από την πλήρη ένταξη χρόνια (κρέας, γαλακτοκομικά), ενώ η πολιτική των αποσύρσεων, οι γνωστές χωματερές, αλλά και της αποσύνδεσης του εισοδήματος από την παραγωγή διαστρέβλωσαν τη συνείδηση του μικροαγρότη ως παραγωγού, με δυσμενή εξέλιξη στον τομέα παραγωγικότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα του αγροτικού τομέα.

Στους πίνακες 12 και 13 φαίνεται αρκετά καθαρά ο μεγάλος βαθμός εξάρτησης του μικρού παραγωγού από τις διαθέσεις των μεγαλοβιομήχανων και μεγαλεμπόρων. Οι μεγαλύτερες αυξομειώσεις στην παραγωγή, βραχυχρόνια, εμφανίζονται στα λεγόμενα βιομηχανικά φυτά ή στα φυτά υψηλής εμπορευσιμότητας.

Τη δεκαετία 1980-1990 η γεωργική παραγωγή αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά 6,5%. Την ίδια περίοδο στην ΕΟΚ των 12 ο δείκτης όγκου παραγωγής αυξήθηκε κατά 15,2% και η ακαθάριστη αξία παραγωγής κατά 17,9%[19] Σε γενικές γραμμές μπορούμε να διαπιστώσουμε κατά προϊόν ότι: Α. Στις αροτραίες καλλιέργειες υπάρχει σαφής τάση γιαμείωση της συνολικής παραγωγής σταριού (στο σκληρό υπάρχει τάση αύξησης που όμως δεν μπορεί να καλύψει τις απώλειες από την κάθετη μείωση του μαλακού). Τάσειςμείωσης υπάρχουν για τη βρώμη, το κριθάρι και τα όσπριαΑυξητικές τάσεις παρουσιάζουν σίκαλη, ρύζι και καλαμπόκι.

Πίνακας 12

 

Β. Στα λεγόμενα βιομηχανικά φυτά, το βαμβάκι φαίνεται να σταθεροποιείται στα 4 εκατ. στρέμματα περίπου και από την άποψη της παραγωγής να ‘χει μια μικρή αύξηση, αμφισβητούμενη λόγω των ποσοστώσεων και της γενικότερης πολιτικής της ΕΕ. Στα καπνά παρουσιαζόταν μια αυξητική τάση, όμως με την απαγόρευση καλλιέργειας των ποικιλιών μαύρα και τσεμπέλια και την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της ποσόστωσής τους θα ‘χουμε στα επόμενα χρόνια σαφή μείωση της παραγωγής. Ηλίανθος, σόγια, αραχίδα, παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις, με σαφή όμως τη γενική τάση μείωσης. Αύξηση παρουσιάζουν τα ζαχαρότευτλα.

Από τα υπόλοιπα σαφέστατα πτωτική τάση παρατηρούμε σε ζωοτροφές, κρασί, σταφίδα, ενώ τάσεις αύξησης παρατηρούνται σε εσπεριδοειδή και ροδάκινα (παρ’  όλα τα προβλήματα διάθεσης).

Έντονα πτωτικές τάσεις έχει η παραγωγή κρέατος, με αυξητικές τάσεις σε χοιρινά και πουλερικά.

Πίνακας 13

Παραγωγή κυριότερων αγροτικών προϊόντων 1981 -1993

Πηγή: ΕΣΥΕ (Σε χιλιάδες τόνους)

 

1981

1985

1989

1990

1991

1992

1993

ΑΓεωργία

 

 

 

 

 

 

 

1. Αροτραίες καλλιέργειες

 

 

 

 

 

 

 

αΣιτηρά για καρπό

 

 

 

 

 

 

 

Σιτάρι μαλακό

2182

979

1106

714

828

899

895

Σιτάρι σκληρό

750

827

1657

1251

2294

1445

1248

Κριθάρι

742

583

614

341

464

436

415

Βρώμη

82

64

78

63

80

73

75

Σίκαλη

11

23

44

35

49

42

42

Καλαμπόκι

1506

1908

2221

1992

2302

2048

2098

Ρύζι

86

104

99

110

91

101

146

βΒρώσιμα όσπρια

 

 

 

 

 

 

 

Φασόλια

35

28

26

24

27

27

22

Κουκιά

8

7

6

5

6

6

5

Φακές

8

2

2

1

1

1

1

Ρεβίθια

13

5

4

4

6

4

3

γΒιομηχανικά φυτά

 

 

 

 

 

 

 

Καπνός

131

150

137

130

162

187

168

Βαμβάκι

385

498

812

652

601

790

996

Ηλίανθος

4

96

71

41

35

51

29

Αραχίδα

8

11

8

11

7

7

4

Σόγια

-

-

15

24

10

6

0,5

Ζαχαρότευτλα

2553

2515

3127

2724

2564

3191

2989

 

 

2.4.            Επενδύσεις ΕκμηχάνισηΧρηματοδότηση

 

Πτωτική είναι και πορεία των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου την προηγούμενη δεκαετία, τόσο σε σχέση με το σύνολο των επενδύσεων στο σύνολο της οικονομίας, όσο και σε σχέση με το Ακαθάριστο Αγροτικό Προϊόν (ΑΓΠ). Οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου στον αγροτικό τομέα, από το 6,7% σε σχέση με τις συνολικές επενδύσεις το 1980, έχουν πέσει στο 5,3% το 1991 και από το 10,2% του Ακαθάριστου Αγροτικού προϊόντος στο 6,7%. Αν σ’  αυτό προσθέσουμε και την εκρίζωση αμπελώνων και οπωρώνων, που αποτελεί καταστροφή πάγιου κεφαλαίου, τότε αυτή η πτώση των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου είναι πολύ μεγαλύτερη.

Τα ψηλά επίπεδα πάγιου κεφαλαίου σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην κυριαρχία της μικρής ιδιοκτησίας και στην τάση που έχει να επενδύει αναλογικά σε πάγιο κεφάλαιο (μηχανήματα κ.λπ.) με πολλαπλάσιους ρυθμούς απ’ ό,τι ο μεγαλοαγρότης. Ενδεικτικό αυτής της τάσης είναι και το ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 360.000 περίπου διαξονικοί ελκυστήρες (τρακτέρ) για να καλλιεργήσουν περίπου 30 εκατ. στρέμματα (αμπελώνες και μια σειρά δενδρώδεις καλλιέργειες δεν χρειάζονται ελκυστήρες αλλά άλλου είδους μηχανήματα). Ούτε λίγο ούτε πολύ, αναλογεί ένα τρακτέρ ανά 80 περίπου στρέμματα, όταν η ελάχιστη έκταση για μια αποδοτική χρήση του τρακτέρ (αποσβέσεις κ.λπ.) είναι τα 500 περίπου στρέμματα.

Η τάση αυτή για μείωση των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου πρέπει να οφείλεται, πέρα από τη γενικότερη κρίση της γεωργίας, και στην εγκατάλειψη της γης από τους μικροαγρότες ή στο ότι πολλοί από αυτούς έχουν άλλη κύρια απασχόληση, που καθιστά την οποιαδήποτε επένδυση εντελώς ασύμφορη, και στα ψηλά επιτόκια, που έχει διαμορφώσει η Αγροτική Τράπεζα (ΑΤΕ). Μεταξύ 1990-1993 είχαμε υπερδιπλασιασμό των επιτοκίων[20] από την ΑΤΕ ως αποτέλεσμα της πολιτικής ιδιωτικοποίησης της τράπεζας. Μια πολιτική που έφερε τους αγρότες και τους συνεταιρισμούς στο χείλος της καταστροφής, αφού κράτος και μεσο-μακροπρόθεσμες πιστώσεις της ΑΤΕ εξασφαλίζουν πάνω από τα 2/3 των γεωργικών επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου και οι βραχυπρόθεσμες χορηγήσεις κατά 2 φορές τις τρέχουσες δαπάνες της αγροτικής εκμετάλλευσης[21]. Όταν λοιπόν, τα επιτόκια για βραχυπρόθεσμες χορηγήσεις το 1997 ήταν 16-17% και για τις μεσομακροπρόθεσμες χορηγήσεις ήταν 18%, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για ανταγωνιστική γεωργία τη στιγμή που τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά επιτόκια ήταν στο επίπεδο του 5-6%. Το 1998 τα ληξιπρόθεσμα χρέη των αγροτών ξεπερνούσαν το 1 τρις δρχ. ενώ το 30% των αγροτών αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν σ’  αυτά.

2.5.            Σχέση με το σύνολο της οικονομίας ΑΕΠ, Εξαγωγές, Παραγωγικότητα - Εισόδημα Γεωργού

2.5.1.      Ακαθάριστο Γεωργικό Προϊόν και Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν

Πίνακας 14

Ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου στον αγροτικό τομέα

πηγή: ΕΣΥΕ εκατ. δρχ. σε τρέχουσες τιμές

 

 

 

Αγροτικός

τομέας

 

Συμμετοχή  Αγροτικών Επενδύσεων

 

 

Συνολικές επενδύσεις

Δημόσιες

Ιδιωτικές

Σύνολο

(4) : (1)

(4) : (ΑΓΠ)

 

(1)

(2)

(3)

(4)

(5)

(6)

1980

413.685

9.749

17.830

27.830

6,7

10,2

1981

456.350

11.449

19.967

31..416

6,9

9,5

1982

513.500

14.479

22.725

37204

7,2

8,8

1983

624.000

20.654

28.325

48.979

7,8

10,6

1984

702.900

26.824

46.397

73.221

10,4

12,4

1985

830.370

33.252

56.526

89.778

10,2

12,6

1986

1.018.898

33.929

39.843

73.772

7,2

11,5

1987

1.074.694

31.707

33.958

65.665

6,1

7,6

1988

1.318.384

33.287

47.941

81.228

6,2

7,5

1989

1.689.597

40.028

58.347

98.375

5,8

7,7

1990

2.050.385

40.136

72.071

112.207

5,5

7,9

1991

2.345.726

57.028

67.185

124.213

5,3

6,7

 

Το Ακαθάριστο Γεωργικό Προϊόν (ΑΓΠ) ως ποσοστό στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) έχει υποστεί ανάλογη μείωση. Από το 60% περίπου του ΑΕΠ στη δεκαετία του ‘50, στο 40% στη δεκαετία του ‘60, στο 20% στη δεκαετία του ‘70 και στο 12-13% σήμερα. Αντίστοιχες εξελίξεις είχαμε και στις χώρες της ευρωπαϊκής ένωσης στις οποίες το ΑΓΠ αποτελεί σχεδόν το 2% του ΑΕΠ ενώ απασχολούν το 6% του ενεργού πληθυσμού. Αναλογία σαφώς χειρότερη από αυτή της χώρας μας όπου το 20% περίπου του ενεργού πληθυσμού παράγει το 12-13% του ΑΕΠ. 

 

2.5.2.      ΕξαγωγέςΙσοζύγιο

Πίνακας 15    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παρά τις τάσεις συρρίκνωσης του γεωργικού τομέα, αυτός εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία, έχοντας το 32-33% στο σύνολο των εξαγωγών της χώρας έναντι του 12% της Ε.Ε. ή με άλλα λόγια οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων αποτελούν το 4,6% του ΑΕΠ έναντι του 2,6% της Ε.Ε.[22] (πίνακας 17).

Η ένταξη στην ευρωπαϊκή κοινότητα αποδείχτηκε καταστροφική για τη γεωργία. Όχι μόνο δεν ωφέλησε σε τίποτα αλλά αντίθετα ανέτρεψε το ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων υπέρ της ΕΟΚ (νυν Ευρωπαϊκής Ένωσης). Το πλεόνασμα των 45 εκατ. δολαρίων του 1980, μετατράπηκε σε έλλειμμα 254 εκατ. δολαρίων το 1985, σε έλλειμμα 595 εκατ. δολαρίων το 1990 και έλλειμμα 867 εκατ. δολάρια το 1994[23].

Πίνακας 16

 

Εξαγωγές προς ΕΕ

Εισαγωγές από ΕΕ

1980

23,δις δρχ.

17,δις δρχ.

1997

501,δις δρχ.

802,δις δρχ.

 

Στον πίνακα 16 πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι οι χώρες που συμμετέχουν στην κοινότητα από 10 που ήταν το 1980 αυξήθηκαν σε 15 και είχαμε και την ένωση της Γερμανίας.

Πίνακας 17[24]

Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε τιμές αγοράς κατά κλάδους για την ΕΕ-15 και Ελλάδα 1993, σε ποσοστά (%)

 

Γεωργία δάσηΑλιεία

Βιομηχανία -Οικοδομές

Υπηρεσίες &Δημόσια Διοίκηση

Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία σε τιμές αγοράς

ΕΕ 15

2,4

31,9

65,7

100,0

Ελλάδα

13,7

25,8

60,5

100,0

 

 

 

2.5.3.      Η παραγωγικότητα

Πίνακας 18

  

 

Από την άποψη της παραγωγικότητας στην ελληνική γεωργία, μπορούμε να πούμε ότι ως προς τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας είναι αρκετά χαμηλά. Βρίσκεται στο 70% περίπου των άλλων τομέων, παρά το γεγονός ότι με τη χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων είχαμε μια τεράστια σε μέγεθος αύξηση της παραγωγικότητας[25] ( π.χ. στην περίοδο 1960-1983 η αύξηση των στρεμματικών αποδόσεων ήταν 570% για το καλαμπόκι, 109% στο μπαμπάκι, 85% στον καπνό, 42 % στο στάρι κ.λπ.).

 Συγκρινόμενη όμως η ελληνική γεωργία με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές μπορούμε να πούμε πως: η ελληνική γεωργία διατηρεί την παραγωγικότερη στην Ευρώπη χρήση αγροτικού εδάφους, μετά την Ολλανδία, και το ψηλότερο παραγωγικό αποτέλεσμα ανά μονάδα εδάφους και εργασίας[26].

Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στην τάση του μικροϊδιοκτήτη χωρικού να επιλέγει καλλιέργειες έντασης εργασίας και να εντατικοποιεί την εργασία του σε περιόδους κρίσης, προκειμένου να αντιμετωπίσει την εκμηχανισμένη εκτατική καλλιέργεια των μεγάλων αγροκτημάτων και να ισοσταθμίσει την απώλεια του εισοδήματος, πολύ περισσότερο που όταν πρόκειται για οικογενειακή εργασία και τα έξοδα από την παραγωγή πρόσθετων ποσοτήτων δεν αυξάνονται.

Αυτός είναι και ο λόγος που ο εβδομαδιαίος χρόνος απασχόλησης στη γεωργία είναι ο υψηλότερος στην οικονομία και από τους μεγαλύτερους στην Ε.Ε. και ενώ στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. των 15 εμφανίζει τάσεις μείωσης, στην Ελλάδα εμφανίζει τάσεις αύξησης (πίνακες 19 και 20).

 

Πίνακας 19

 

Πίνακας 20

 

 

2.5.4.      Το γεωργικό εισόδημα

Το γεωργικό εισόδημα παρακολουθεί κι αυτό τη συνολική πορεία της αγροτικής οικονομίας όπως σκιαγραφείται παραπάνω. Το καθαρό κατά κεφαλή αγροτικό εισόδημα μειώθηκε κατά 2,5% το 1996, κατά 4,4% το 1997 και κατά 3,8% το 1998 και κατά 2% το 1999. Η πραγματικότητα βέβαια είναι κατά πολύ χειρότερη. Γιατί την ίδια περίοδο είχαμε και συνεχή μείωση του αγροτικού πληθυσμού. Από το 1981 ως το 1997 193.000 νοικοκυριά (το 19,3% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων) ή 317.000 άτομα (το 29,5%) ξεκληρίστηκαν.

 

2.6.      Ταξική Διαστρωμάτωση Χαρακτηριστικά

2.6.1.    Το μικρό αγροτικό νοικοκυριό και η επιβίωση του μέχρι σήμερα

 

Το σύγχρονο μικρό αγροτικό νοικοκυριό είναι αποτέλεσμα σκληρής ταξικής και πολιτικής πάλης αλλά και οικονομικών παραγόντων. Ιστορικά, αν και δεν είναι του παρόντος, από τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους, οι κοτζαμπάσηδες προσπάθησαν και κατάφεραν[27] να οικειοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό τις λεγόμενες εθνικές γαίες της επανάστασης. Στη Θεσσαλία Έλληνες κεφαλαιοκράτες από την Κωνσταντινούπολη, τη Ρουμανία, την Αίγυπτο κ.λπ., κατόρθωσαν να βάλουν στο χέρι τεράστιες εκτάσεις της Θεσσαλίας και της Άρτας σε αγαστή συνεργασία με τους Τούρκους[28]. Διασφάλισαν και επέβαλαν την κολιγιά, σε μια χώρα που μόλις είχε βγει από μια μακρόχρονη εθνικοαπελευθερωτική και αστική στο κοινωνικό της περιεχόμενο επανάσταση.

Οι ακτήμονες αγρότες και οι μικροϊδιοκτήτες ήταν αδύνατο ν’  αποκτήσουν δικιά τους γη. Η τιμή στην οποία τους την πουλούσε το δημόσιο και οι μεγαλογαιοκτήμονες ήταν πολύ υψηλή και το επιτόκιο (4-5%) τοκογλυφικό.

Χρειάστηκε να φτάσουμε στο Κιλελέρ και στην απειλή για γενικότερες εξεγέρσεις των αγροτών και του φτωχού λαού, στην επιστροφή των στρατιωτών της μικρασιατικής καταστροφής, στις ένοπλες εξεγέρσεις και στη μαζική προσφυγιά για να υπάρξει αγροτική μεταρρύθμιση και αναδασμός. Κι αυτά βέβαια μισά, αφού οι αγρότες αναγκάστηκαν να αγοράσουν τη γη τους. Και μέχρι σήμερα παραμένει ανοιχτό το ζήτημα της τεράστιας σε μέγεθος εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας.

Παρ’  όλ’  αυτά η βασισμένη στη μικρή ιδιοκτησία αγροτική παραγωγή αναπτύχθηκε και προσδιόρισε μέχρι σήμερα τα χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας.

Οι κοινωνικοί και οικονομικοί λόγοι της επιβίωσης της μικρής οικογενειακής παραγωγής είναι πολλοί. Έχουν να κάνουν πρώτα με την ταξική πάλη και την εξέλιξή της. Δεύτερο, με τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και το χαρακτήρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Τρίτο, με την ικανότητα της ίδιας της μικρής οικογενειακής παραγωγής να συναγωνίζεται οικονομικά τη μεγάλη κεφαλαιοκρατική αγροτική παραγωγή.

  • Η διάθεση των φτωχών αγροτών ν’  αποκτήσουν δικιά τους γη ώστε να παραμείνουν στον τόπο τους ήταν και είναι τόσο έντονη, που ανέβαζε και εξακολουθεί να ανεβάζει την τιμή[29] της γης, έτσι ώστε τελικά γίνεται πιο συμφέρουσα για το γαιοκτήμονα η πώληση των εκτάσεών του παρά η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκμετάλλευσή τους, ενώ η αγορά γης καθίσταται ασύμφορη για τους καπιταλιστές επιχειρηματίες.

  •  Μέσα στην αγορά ο μικροαγρότης υφίσταται τις τιμές. Αντίθετα, ο μεγαλοαγρότης συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση τους.

  • Ο φτωχομεσαίος αγρότης είναι πιο ευάλωτος απέναντι στο αγροτο–διατροφικό βιομηχανικό σύμπλεγμα των υπερεθνικών-πολυεθνικών μονοπωλίων. Του προσδιορίζουν τι θα παράγει, σε ποιες ποσότητες και ποιότητες, τι σπόρο θα χρησιμοποιήσει, τον δένουν ακόμα και με συμφωνητικά προαγοράς της σοδειάς. Του προμηθεύουν τις λεγόμενες νέες ποικιλίες σπόρων, που για να αποδώσουν θέλουν νέα πιο ισχυρά λιπάσματα και νέα πιο ισχυρά φάρμακα[30], με καταστροφικές συνέπειες για την υγεία των παραγωγών και για το περιβάλλον. Η δράση των μεγαλεμπόρων και των πολυεθνικών με την τυποποίηση των προϊόντων, την επέκταση της βιομηχανικής μεταποίησης[31], τη συγκεντροποίηση των δικτύων διακίνησης, συλλογής και εμπορευματοποίησης επιβάλλουν στον αγρότη παραγωγό ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα εργασίας. Μετατρέπουν μ’  αυτόν τον τρόπο το χωρικό από ελεύθερο εμπορευματοπαραγωγό σε κατ’  οίκον προλετάριο[32].

  • Ο συνδυασμός μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας και μισθωτής εργασίας κρατά χαμηλά τα ημερομίσθια αφού το εισόδημα του μισθωτού συμπληρώνεται από την αγροτική παραγωγή. Όπως η ύπαρξη του εισοδήματος από τη μισθωτή εργασία κρατά χαμηλά τις τιμές των αγροτικών προϊόντων.

  • Ο φτωχομεσαίος αγρότης είναι απόλυτα εξαρτημένος και εκτεθειμένος στις διαθέσεις των μεγαλεμπόρων, των μεγαλοβιομήχανων, των τοκογλύφων και των τραπεζών[33].

 

Όμως η μέχρι σήμερα επιβίωση των φτωχομεσαίων αγροτών οφείλεται σε μεγαλύτερο ακόμα βαθμό στη δική τους οικονομική δράση και στις ιδιαιτερότητες της μικρής αγροτικής παραγωγής.

 

  • Στο πρόσωπο του μικροϊδιοκτήτη εργαζόμενου χωρικού συμπίπτουν οι ιδιότητες του ιδιοκτήτη και του επιχειρηματία. Η γαιοπρόσοδος σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι εισόδημα ανεξάρτητο. Όχι ότι ο μικροχωρικός δεν θα επιδίωκε την πραγματοποίηση του υπερκέρδους. Όμως, και εξαιτίας των οικονομικών καταναγκασμών «η γη δεν είναι (γι’ αυτόν) πηγή προσόδου, παρά ο φυσικός όρος για την ωφέλιμη χρησιμοποίηση της εργατικής του δύναμης. Γι’  αυτό δεν λογαριάζει καθόλου για τον εαυτό του την έγγεια πρόσοδο, μάλιστα ούτε και το κέρδος που του ανήκει κατά τους νόμους της καπιταλιστικής κοινωνίας ανάλογα με τα μέσα παραγωγής, που τα χρησιμοποιεί σαν κεφάλαιο. Είναι ευχαριστημένος αν βγάζει ένα εργατικό ημερομίσθιο αρκετό για να ζήσει. Έχει λοιπόν την τάση και για πολύ κακή γη να πληρώνει μεγάλη έγγεια πρόσοδο, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει στον εαυτό του μια μόνιμη δυνατότητα εργασίας»[34].

  • Ο μικροχωρικός έχει διαφορετική συμπεριφορά από το μεγάλο χωρικό και το γαιοκτήμονα σε συνθήκες κρίσης της αγροτικής παραγωγής και πτώσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Σε τέτοια περίπτωση ο μεγαλογαιοκτήμονας θα απέσυρε από την καλλιέργεια τμήματα της ιδιοκτησίας του μέχρι εκείνου του σημείου που η ιδιοκτησία του αυτή θα μπορούσε να αξιοποιηθεί με καλύτερους όρους. Με τη σειρά του, ο μεγαλοαγρότης (ιδιοκτήτης ή μισθωτής) θα μείωνε την παραγωγή του ωσότου ανέβουν οι τιμές για να αποκομίσει έτσι μεγαλύτερα κέρδη. Ο μικροχωρικός από  την άλλη, σε μια τέτοια περίπτωση, προσπαθεί ν’  αντισταθμίσει τη μείωση του ήδη μικρού εισοδήματος του με την αύξηση της παραγωγής του, βασισμένος στην προσωπική και οικογενειακή του εργασία.

  • Ο μικροαγρότης ενδιαφέρεται για την εντατικοποίηση της παραγωγής του προκειμένου ν’  αξιοποιήσει πλήρως την ιδιοκτησία του για ν’  αποκομίσει ένα επιπλέον εισόδημα και κυρίως να διατηρήσει τις συνθήκες διαβίωσης και αναπαραγωγής του εαυτού του και της οικογένειας του. Επενδύει λοιπόν με πολλαπλάσιους ρυθμούς αναλογικά, απ’  ό,τι ο μεγαλοαγρότης, σε πάγιο κεφάλαιο (μηχανήματα κ.λπ.) Και όπως αδιαφορεί για τη γαιοπρόσοδο και το κέρδος, έτσι αδιαφορεί και για την απόσβεση του πάγιου κεφαλαίου του, αφού το αντιμετωπίζει μόνο ως μέσο εξασφάλισης της εργασίας του και του ημερομίσθιου του.

 Οι ίδιοι οι όροι που καθιστούν το μικροαγρότη «ανταγωνιστικό» απέναντι στο μεγαλοαγρότη και στο γαιοκτήμονα, τον οδηγούν στην καταστροφή του όταν αλλάζουν οι όροι του παιγνιδιού. Η δύναμη του μετατρέπεται σε αδυναμία του. Η γενική τάση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δεν είναι η διατήρηση των μικροεπιχειρήσεων και των μικροϊδιοκτητων, αλλά η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και της γης. Ο Κ. Μαρξ έγραφε πως η τάση για τη γεωργία, καθώς διεξάγεται από το κεφάλαιο, είναι «… να μετατρέπεται σε βιομηχανική γεωπονία, εκεί αναγκαστικά οι μικροενοικιαστές γης, οι δουλοπάροικοι, οι αγγαρικοί , οι κολίγοι, οι υποταχτικοί κ.λπ. γίνονται μεροκαματιάρηδες, μισθωτοί εργάτε,ς ώστε η μισθωτή εργασία στην ολότητά της δημιουργείται για πρώτη φορά με τη δράση του κεφαλαίου πάνω στη γαιοκτησία – και ύστερα αφού σχηματιστεί ως μορφή από τον ίδιο το γαιοκτήμονα. Αυτός τότε, όπως γράφει ο Στιούαρτ, ξεκαθαρίζει ο ίδιος τη γη από τα περιττά στόματα, χωρίζει τα παιδιά της γης από το στήθος που τα μεγάλωσε, κι έτσι μετατρέπει ο ίδιος τη γεωργική εργασία που από τη φύση της εμφανίζεται σαν άμεση πηγή επιβίωσης, σε έμμεση πηγή επιβίωσης, καθαρά εξαρτημένη από τις κοινωνικές σχέσεις.(…) Η ίδια η σύγχρονη γαιοκτησία εμφανίζεται με τον πιο έντονο τρόπο στη διαδικασία εκχέρσωσης των υποστατικών και μετατροπής των αγρεργατών σε μισθωτούς εργάτες.(…) Αφού το κεφάλαιο τοποθετήσει πρώτα τη γαιοκτησία και πετύχει έτσι το διπλό του σκοπό 1) τη βιομηχανική γεωργία, κι έτσι ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της γης. 2) Μισθωτή εργασία, άρα γενικευμένη κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην ύπαιθρο, τότε θεωρεί την ύπαρξη της γαιοκτησίας σαν μια απλή παροδική εξέλιξη, αναγκαία ως δράση του κεφαλαίου πάνω στις παλιές σχέσεις γαιοκτησίας και ως προϊόν της αποσύνθεσης τους.Που όμως ως τέτοια -μόλις επιτευχθεί αυτός ο σκοπός– δεν είναι παρά περιορισμός του κέρδους, και όχι αναγκαιότητα για την παραγωγή. Προσπαθεί λοιπόν να διαλύσει την γαιοκτησία ως ιδιωτική ιδιοκτησία και να τη μεταβιβάσει στο κράτος». Από τη μεριά της η μισθωτή εργασία «προσπαθεί να καταργήσει το γαιοκτήμονα ως περιττή απόφυση, για να απλοποιήσει τη σχέση, να μειώσει τη φορολογία κ.λπ. όπως και ο αστόςενώ από την άλλη μεριά, για να ξεφύγει από τη μισθωτή εργασία και να γίνει ανεξάρτητος –για άμεση χρήση- παραγωγός, απαιτεί τη συντριβή της μεγάλης ιδιοκτησίας»[35].

 

Στις μέρες μας η διαδικασία της καταστροφής των φτωχομεσαίων αγροτών γίνεται κάτω από την πίεση των αναγκών του μεγάλου κεφαλαίου, των πολυεθνικών–υπερεθνικών μονοπωλίων, των μεγαλεμπόρων και μεγαλοβιομήχανων. Όχι για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας, αλλά σε βάρος αυτών των αναγκών, σε βάρος της φύσης και σε όφελος της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Αποτελεί τμήμα της επίθεσης που δέχεται η ζωντανή εργασία στο σύνολο της. Σε βάρος της ποιότητας και ποσότητας της παραγωγής, σε βάρος της υγείας του παγκόσμιου πληθυσμού.

 

 

2.6.2.    Φτωχοί και μεσαίοι αγρότες

Μια αρκετά πολύπλοκη περίπτωση είναι η προσπάθεια προσδιορισμού των ορίων ανάμεσα στους φτωχούς και μεσαίους αγρότες, ή ανάμεσα στους μεσαίους και πλούσιους αγρότες. Το μέγεθος της ιδιοκτησίας ή της γης που καλλιεργεί κάποιος γεωργός δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές κριτήριο για τον προσδιορισμό αυτό. Γιατί σημαντικό ρόλο παίζει, εκτός από το μέγεθος της καλλιέργειας, και ο χαρακτήρας της καλλιέργειας ή η θέση της εκμετάλλευσης, αν είναι ποτιστική ή όχι, αν είναι θερμοκήπιο ή υδροπονικό θερμοκήπιο, αν είναι ορεινή, ημιορεινή ή πεδινή κ.λπ. Στη λογική μας θα πρέπει λοιπόν να βάλουμε ακόμα μία παράμετρο, πέρα από την έκταση της ιδιοκτησίας. Αυτή της απασχόλησης μισθωτής εργασίας. Η εισαγωγή της παραμέτρου «απασχόληση μισθωτής εργασίας» μπορεί να μας οδηγήσει σε πιο ασφαλή συμπεράσματα. Κι αυτό γιατί η εντατική καλλιέργεια χρειάζεται μεγαλύτερο αριθμό χεριών. Εάν συγκρίνουμε τις δύο αυτές παραμέτρους -έκταση της αγροτικής εκμετάλλευσης και απασχόληση μισθωτών εργατών γης- για τον προσδιορισμό της ταξικής διαστρωμάτωσης στη γεωργία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημαντικότερο ρόλο παίζει η δεύτερη, αυτή της απασχόλησης μισθωτής εργασίας. Γιατί η ποιότητα και η ποσότητα της μισθωτής εργασίας έχει να κάνει με τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Γιατί, στο βαθμό που χρησιμοποιείται μισθωτή εργασία σε μικρή έκταση γης (π.χ. θερμοκήπια) προϋποθέτει επένδυση κεφαλαίου. Έτσι, ενώ η έκταση από μόνη της δεν μπορεί να προσδιορίσει ταξικά χαρακτηριστικά (ένα νοικοκυριό που καλλιεργεί στάρι σε 100–150 στρέμματα γης στο νομό Κιλκίς σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να το εντάξουμε στη κατηγορία των μεγαλοαγροτών), η ύπαρξη μισθωτής εργασίας μπορεί από μόνη της να προσδώσει τα ταξικά χαρακτηριστικά του μεσαίου ή μεγάλου αγρότη.

Έτσι, μπορούμε να προσδιορίσουμε ως μικροχωρικό ή φτωχό αγρότη αυτόν που κατέχει από 0-70 στρέμματα γης[36] και που απασχολείται σ’  αυτήν ο ίδιος και τα μέλη της οικογένειας του χωρίς να χρησιμοποιεί μισθωτή εργασία (ή το πολύ πολύ να χρησιμοποιεί ένα ή δύο εργάτες την περίοδο της συγκομιδής ή τότε που οι καλλιεργητικές ανάγκες είναι επιτακτικές και απαιτούνται πρόσθετα άτομα). Στην κατηγορία αυτή, σύμφωνα και με τα στατιστικά στοιχεία που παρατέθηκαν πιο πάνω, ανήκουν περίπου 350.000 νοικοκυριά. Η γενική τάση για τους μικροχωρικούς είναι η εξαφάνιση τους, η προλεταριοποίηση και μετατροπής τους σε εργάτες γης, σε ανέργους, σε μισθωτούς[37]. Η αντίσταση που μέχρι σήμερα έχουν προβάλει δεν αρκεί ούτε ποσοτικά, αλλά ούτε και ποιοτικά για να ανακόψει αυτή τη πορεία.

Μεσαίους αγρότες μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτούς που διαθέτουν από 50 μέχρι 150 στρέμματα γης, απασχολούνται στην καλλιέργεια οι ίδιοι και η οικογένεια τους και απασχολούν μόνιμα μέχρι δύο έως τρεις εργάτες γης. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν περί τα 200.000 νοικοκυριά. Οι δυνατότητες επιβίωσης αυτού του κομματιού δεν είναι περισσότερες από αυτές των φτωχών αγροτών, ενώ η κοινότητα των προβλημάτων με αυτά των φτωχών μικροχωρικών τους οδηγούν σε συμπαράταξη μαζί τους. Όπως έγραφε ο Φ. Ένγκελς « Εκεί όπου ο μεσαίος αγρότης ζει ανάμεσα σε μικροϊδιοκτήτες αγρότες, δεν ξεχωρίζει ουσιαστικά από αυτούς στα συμφέροντα και στις αντιλήψεις του. Γιατί η ίδια του η πείρα πρέπει να του δείχνει πόσοι από τους ομοίους του έχουν κιόλας ξεπέσει σε μικροχωρικούς. Εκεί όμως όπου επικρατούν μεσαίοι και μεγάλοι χωρικοί και η αγροτική οικονομία απαιτεί γενικά τη βοήθεια υπηρετών και υπηρετριών, εκεί τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά»[38].

Στην κατηγορία των μεγαλοαγροτών μπορούμε να εντάξουμε κυρίως αυτούς που απασχολούν μόνιμα πάνω από τρεις μισθωτούς και καλλιεργούν έκταση μεγαλύτερη από 150[39] στρέμματα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν γύρω στις 50.000 εκμεταλλεύσεις. Στενά δεμένες με τα συμφέροντα των μεγαλοβιομήχανων και μεγαλεμπόρων, σε αντίθεση με τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των αγροτών. Τα τελευταία, μάλιστα, χρόνια είναι συνηθισμένο το φαινόμενο μεγαλοαγρότες να διεισδύουν σε εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες και μεγαλέμποροι–μεγαλοβιομήχανοι να μπαίνουν στην αγροτική παραγωγή.

 

 

2.6.3.      Εργάτες γης

Επειδή, η συντριπτική πλειοψηφία τους είναι μετανάστες, νόμιμοι ή παράνομοι, δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον πληθυσμό τους. Μπορούμε να τους υπολογίσουμε, εποχικούς και μόνιμους σε περίπου 300–350 χιλιάδες, που απασχολούνται στην αγροτική οικονομία. Χωρίς ασφαλιστικά δικαιώματα, χωρίς συνδικαλιστικά δικαιώματα, με αμοιβές πολύ κάτω από τις κατώτατες αμοιβές των υπόλοιπων εργατών, αποτελούν αντικείμενο σκληρής εκμετάλλευσης. Η παρουσία τους έδωσε τη δυνατότητα να συμπιεστεί το κόστος της αγροτικής παραγωγής την προηγούμενη δεκαετία. Το γεγονός όμως ότι είναι αποστερημένοι από κάθε δικαίωμα, πάμφθηνα εργατικά χέρια, ευνοεί πρώτα και κύρια τους μεγαλοαγρότες και μεγαλέμπορους, που τους δόθηκε η δυνατότητα μέσα από αυτού του τύπου την συμπίεση του κόστους παραγωγής των αγροτικών προϊόντων να οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερη μείωση την τιμή τους, να ασκήσουν ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις στους φτωχομεσαίους αγρότες.

Η απόκτηση δικαιωμάτων από τους μετανάστες και όλους τους εργάτες γης πρέπει να γίνει μέλημα της φτωχομεσαίας αγροτιάς και του εργατικού κινήματος. Γιατί, εκτός των άλλων, η εξαθλίωση των εργατών γης και των υπηρετών προωθεί την εξαθλίωση και καταστροφή των ίδιων.

 

 

2.6.4.      Συνεταιρισμοί και Αγροτικός συνδικαλισμός.

Εάν παρατηρήσουμε την κατάσταση του αγροτικού συνδικαλιστικού και συνεταιριστικού κινήματος θα διαπιστώσουμε ότι δεν μπορεί να δώσει λύσεις στα καίρια ζητήματα που απασχολούν τη φτωχομεσαία αγροτιά της χώρας μας. Η γραφειοκρατικοποίηση, η κομματική χειραγώγηση των συλλόγων και η πολυδιάσπαση τους, η απροθυμία και η ανικανότητά τους να προωθήσουν και να υποστηρίξουν αγώνες, έχουν αδρανοποιήσει τη μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών. Η υπερχρέωση των συνεταιρισμών, η κατασπατάληση χρήματος, τα σκάνδαλα, ο ασφυκτικός κρατικός και κομματικός εναγκαλισμός τους, τείνει και σε μεγάλο βαθμό έχει καταφέρει να μετατρέψει τους συνεταιρισμού,ς εκτός από μερικές εξαιρέσεις, σε όργανα επιβολής της πολιτικής της κυβέρνησης, της ΟΝΕ και της ΚΑΠ και προώθησης των συμφερόντων των μεγαλοαγροτώνσ–μεγαλεμπόρων μεγαλοβιομήχανων και των τραπεζιτών.

 

3. Συμπεράσματα–Προτάσεις

Η επίθεση που δέχεται η φτωχομεσαία αγροτιά της χώρας μας είναι ένα κομμάτι της συνολικής επίθεσης του κεφαλαίου κατά της ζωντανής εργασίας. Στην πρώτη γραμμή αυτής της επίθεσης η κυβέρνηση και τα κόμματα της ΕΕ-ΟΝΕ, το μεγάλο κεφάλαιο, οι μεγαλέμποροι, μεγαλοβιομήχανοι, οι τραπεζίτες κι οι μεγαλοαγρότες. Το στοίχημα που παίζεται είναι μεγάλο. Ξεπερνά το στενό οικονομικό συμφέρον. Αφορά την απόλυτη κυριαρχία ή όχι του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, των πολυεθνικών–υπερεθνικών μονοπωλίων πάνω στη ζωντανή εργασία, σε λαούς, σε έθνη και κράτη. Αφορά τη ζωή, την υγεία, την ποιότητα και ποσότητα της διατροφής των 4/5 του παγκόσμιου πληθυσμού. Αφορά την προστασία του περιβάλλοντος. Διοξίνες, ισχυρά φυτοφάρμακα, μεταλλαγμένα είδη, πατέντες γονιδίων ακόμα και ανθρώπινων και αποστέρηση των άμεσων παραγωγών από κάθε δικαίωμα πάνω στο προϊόν που παράγουν, στο σπόρο, στην καλλιέργεια, στην παραγωγή είναι μερικές από τις επιδιώξεις των ισχυρών του πλανήτη. Η επικράτηση αυτής της πολιτικής, θα μας οδηγήσει σε μια κοινωνία βαρβαρότητας, μπροστά στην οποία ο γνωστός μεσαίωνας θα φαντάζει σαν προωθημένη μορφή δημοκρατίας.

Υπάρχει όμως και ο άλλος δρόμος. Ο δρόμος των λαών, της αντίστασης, της πάλης των εργατών και αγροτών και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που στέλνουν μηνύματα ανατροπής αυτής της κατάστασης. Οι φτωχομεσαίοι αγρότες στη χώρα μας και σ’  όλη την Ευρώπη, με τους μακρόχρονους αγώνες τους, το πρόσφατο φιάσκο του ΠΟΕ στο Σηάτλ των ΗΠΑ κ.λπ., οι αγώνες όλων των εργαζομένων, των λαών και των εθνών, που αντιστέκονται στον ιμπεριαλισμό και στη Νέα Τάξη Πραγμάτων, στέλνουν το ελπιδοφόρο μήνυμα τους.

Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι η στηριγμένη στη μικρή ατομική ιδιοκτησία αγροτική παραγωγή δεν μπορεί να έχει μέλλον. Η συνένωση όμως σε μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις δεν μπορεί να γίνεται όπως θέλει το κεφάλαιο, με τη βίαιη εκδίωξη των φτωχομεσαίων αγροτών από τη γη τους ή με τη μετατροπή ενός μέρους σε φτηνούς εργάτες γης, είτε αυτή η βία είναι οικονομική είτε άμεση. Η παρουσία του αγρότη στη γεωργική παραγωγή είναι καθοριστικής σημασίας για τη διασφάλιση της ποσότητας και της ποιότητας της παραγωγής. Και η διασφάλιση της παρουσίας του μπορεί να γίνει μόνο με την εθελούσια και σταδιακή μετατροπή της μικρής ατομικής του ιδιοκτησίας σε μεγάλη συνεταιριστική ιδιοκτησία, με τη διεύρυνση αυτής της ιδιοκτησίας με δημόσια και εκκλησιαστικά κτήματα, με κτήματα μεγάλων γαιοκτημόνων, που θα παράγει με γνώμονα τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και όχι την κερδοφορία και τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου. Με την ανάπτυξη και άλλων δραστηριοτήτων, βιοτεχνικών–βιομηχανικών, παράλληλα με τις γεωργικές. Με την ενίσχυση αυτών των συνεταιρισμών από το κράτος με μηχανήματα και καλλιεργητικά εφόδια κ.λπ.

Αυτή η εξέλιξη δεν μπορεί να προκύψει μέσα στο σημερινό καθεστώς της κυριαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου και της εξάρτησης. Προϋποθέτει την επαναστατική ανατροπή της σημερινής κοινωνίας και την οικοδόμηση μιας άλλης μορφής κοινωνικής οργάνωσης. Χρειάζεται από σήμερα, από τώρα και κάθε στιγμή να δίνουμε τη μάχη για την υπεράσπιση των συμφερόντων της φτωχομεσαίας αγροτιάς σ’  αυτή την κατεύθυνση.

Γι’  αυτό :

Η ανατροπή αυτής της κατάστασης του αγροτικού κινήματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την υπεράσπιση των συμφερόντων της μεγάλης πλειοψηφίας των αγροτών. Άμεσης προτεραιότητας ζήτημα είναι η αναγέννηση–ανασυγκρότηση και ενότητα του αγροτικού συνδικαλιστικού και συνεταιριστικού κινήματος σε ριζοσπαστική κατεύθυνση, ενάντια στον εφησυχασμό, στις αυταπάτες, στην υποταγή, στους συμβιβασμούς και στη διάσπαση. Χωρίς την ενεργοποίηση, τη συμμετοχή, την αφύπνιση, δεν μπορεί να υπάρξει διεκδικητικό κίνημα, με βάθος χρόνου, που να προωθεί και να οργανώνει τους αγώνες. Γι’  αυτό αγωνιζόμαστε ώστε να υπάρξει Ένας σύλλογος σε κάθε χωριό και όχι δύο και τρεις σύλλογοι, κομματικές σφραγίδες και χειραγωγημένοι, αδρανείς. Θεωρούμε αναγκαία στην κατεύθυνση αυτή,την ενότητα πρώτ’  απ’  όλα της ριζοσπαστικής αριστεράς σ’  ένα ριζοσπαστικό μέτωπο πάλης.

 

Να αγωνιστούμε:

  • Για ίσα και πλήρη δικαιώματα, εργατικά–ασφαλιστικά για τους εργάτες γης, Έλληνες και ξένους

  • Επιδοτήσεις και ενισχύσεις της παραγωγής για τους φτωχομεσαίους αγρότες με βάση την ποσότητα και ποιότητα της παραγωγής τους. Σε αντίθεση μ’  αυτούς που θέλουν τους αγρότες αποκομμένους από την παραγωγή και αδιάφορους για το προϊόν τους, «κηπουρούς της φύσης», με εκμαυλισμένη συνείδηση να παράγουν για τις χωματερές.

  • ια την κατάργηση των ποσοστώσεων στους φτωχομεσαίους αγρότες

  • Για να δίνεται στους φτωχομεσαίους αγρότες η αποζημίωση για τις καταστροφές αμέσως μετά την καταγραφή τους (τουλάχιστον το 50% της αποζημίωσης αμέσως και το υπόλοιπο μέσα στους επόμενους τρεις-τέσσερις μήνες), ώστε να μη γίνονται οι αγρότες αντικείμενο εκβιασμού από τη μεριά του κράτους και των μεγαλεμπόρων-μεγαλοαγροτών.

  • Για άτοκα βραχυπρόθεσμα καλλιεργητικά δάνεια και χαμηλότοκα (3-4%) μεσομακροπρόθεσμα επενδυτικά δάνεια.

  • Για μείωση του κόστους παραγωγής (πετρέλαιο, λιπάσματα, φάρμακα, μηχανήματα)…..

 Ο αγώνας που έχει να δώσει η φτωχομεσαία αγροτιά δεν αφορά μόνο την ίδια. Ιδιαίτερα στις μέρες μας παίρνει ξεχωριστές διαστάσεις και προϋπόθεση για την επιτυχή του έκβαση είναι να συνδεθεί με τα αιτήματα και τους αγώνες της εργατικής τάξης και των μισθωτών, του φτωχού εργαζόμενου λαού. Στην πάλη ενάντια στα υπερεθνικά – πολυεθνικά μονοπώλια, το χρηματιστικό κεφάλαιο, την ΟΝΕ, τον ΠΟΕ, τους μηχανισμούς της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης και της πολιτιστικής εξαχρείωσης. Να συνδεθεί με την προοπτική της επαναστατικής ανατροπής της σημερινής κοινωνίας της κυριαρχίας του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Μόνο έτσι θα έχουν αποτέλεσμα και προοπτική οι αγώνες.


 

[1] Το terminator (εξολοθρευτής) της διαβόητης Monsanto είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα και η «τελευταία λέξη» της γενετικής. Ούτε λίγο ούτε πολύ πρόκειται για ένα γονίδιο που εξασφαλίζει τη στειρότητα των σπόρων, ώστε οι παραγωγοί να μην μπορούν να κρατήσουν σπόρο αναπαραγωγής και να εξαναγκάζονται κάθε χρόνο να πληρώνουν το τίμημα της αγοράς των νέων σπόρων. Η ίδια αυτή πολυεθνική δεν πουλά πλέον το σπόρο στους αγρότες, δεν μεταβιβάζει την κυριότητα, αλλά μόνο το δικαίωμα χρήσης. Οι αγρότες δεν μπορούν δηλαδή να τον πουλήσουν ο ένας στον άλλο.(Ελευθεροτυπία 21/2/99).

Η Monsanto άλλωστε είναι η «αγαπημένη» εταιρία του προέδρου των Η.Π.Α. Κλίντον και του αντιπροέδρου Γκορ, βασικός χρηματοδότης των προεκλογικών τους εκστρατειών, σε τέτοιο βαθμό που ο τελευταίος δεν διστάζει στις πολιτικές του ομιλίες να παροτρύνει τους αγρότες να χρησιμοποιούν το παρασιτοκτόνο Roundap της συγκεκριμένης εταιρίας.

[2] Την ίδια στιγμή που ασχολούμαστε με τις επιδοτήσεις που δίνονται στον Έλληνα αγρότη, ένας Αμερικάνος καλλιεργητής εισπράττει 22.000 δολάρια, ένας Ιάπωνας 15.000 δολάρια κ.λπ.

[3] Άμεσα με τη μεταφορά των εξοικονομούμενων πόρων από το Ταμείο Εγγυήσεων. Έμμεσα με την πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων.

[4] Με τον περιορισμό του δικαιώματος των αγροτών στις αποσύρσεις, έτσι που να μπορούν να αποσύρουν μόνο ισόποση ποσότητα μ’ αυτήν που πουλούν στους εμπόρους. Αυτό οδήγησε τους πορτοκαλοπαραγωγούς στην Κρήτη να πουλήσουν τα πορτοκάλια τους προς 10 δρχ.(!!!) το κιλό.

[5] Το συμπέρασμα «ερευνητών» του τμήματος περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου της Αθήνας, όπου προΐσταται ο πολύς οικολόγος Μάργαρης -τον θυμόμαστε από το μένος του κατά των αγροτικών κινητοποιήσεων- για τους ελαιώνες της Λέσβου ήταν ότι: Αφού οι ελαιώνες που εγκαταλείφθηκαν από τους παραγωγούς στο νησί έχουν διαμορφώσει ένα περίφημο μεσογειακό οικοσύστημα, ανήκουν πλέον στους περιπατητές (sic).

[6] Προσχέδιο Διορθωτικού και Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού 4/99 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

[7] Ένας από τους πιο προσφιλείς τρόπους που έχει το κεφάλαιο να ανθίσταται στο νόμο της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει, είναι η μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης. «…φθηναίνει εν μέρει τα στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου και εν μέρει τα αναγκαία μέσα συντήρησης της εργατικής δύναμης, στα οποία μετατρέπεται το μεταβλητό κεφάλαιο…» (Κ. Μαρξ Το Κεφάλαιο, τ.3 σελ. 299)Η μείωση της αξίας των μέσων συντήρησης της εργατικής τάξης, κατά συνέπεια η μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης, επιτυγχάνεται 1. Με την αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και την ενσωμάτωση των αποτελεσμάτων των επιστημονικών ερευνών στη βιομηχανοποίηση 2. Με τον ευτελισμό της διατροφής των πλατιών λαϊκών μαζών 2. Με την επίθεση κατά των φτωχομεσαίων αγροτών και την καταστροφή μεγάλων τμημάτων τους. 3. Το διεθνές εμπόριο, αφού μέσα σε μια οικονομία στη γεωργία δεν υπάρχει συναγωνισμός ανάμεσα στις διαφορετικές επιχειρήσεις εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων της αγροτικής παραγωγής. Υπάρχει όμως ένας συλλογικός συναγωνισμός πάνω στην παγκόσμια αγορά σ’ ό,τι αφορά τόσο τη γονιμότητα του εδάφους όσο και το μειωμένο κόστος παραγωγής. Κι αυτό αφού πρώτα το κεφάλαιο επιβάλει σε πιο καθυστερημένες περιοχές του κόσμου το είδος και την ποσότητα των καλλιεργειών ή και τη μονοκαλλιέργεια, αφού πρώτα εκμεταλλευτεί το υπερβολικά χαμηλό μεροκάματο σ’ αυτές τις περιοχές και τα φυσικά τους πλεονεκτήματα.

[8] Οι εξαγωγές των ΗΠΑ μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 αποτελούσαν πάνω από το 70% του συνόλου των παγκόσμιων εξαγωγών, για να πέσουν στο 10% σήμερα. Την ίδια περίοδο η Ευρώπη γινόταν αυτάρκης σε γεωργικά προϊόντα.

Οι πωλήσεις της Cargill, ενός αμερικάνικου κολοσσού του εμπορίου δημητριακών το 1991 έφθασαν τα 42 δις δολάρια

[9] Οι ποσοστώσεις και φόροι συνυπευθυνότητας σημαίνουν ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση του εισοδήματος.

[10] Αν.Λαμπροπούλου «Πρωτογενής τομέας: Εξελίξεις και προοπτικές ανάπτυξης 1994-1999» ΚΕΠΕ..

[11] Το 1961 οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις ήταν 1.140.163. Οι προβλέψεις για το 2001 είναι για 782.975 εκμεταλλεύσεις (Εξπρές, Ιανουάριος 1999, Αγροτική Οικονομία )

[12] Οι οικονομίες κλίμακας (μείωση του κόστους παραγωγής βάση του μεγάλου μεγέθους) έχουν μεγαλύτερη εφαρμογή σ’ αυτούς τους τύπους καλλιεργειών.

[13] Ο Ανδρέας Κόρακας, Διευθυντής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αρμόδιος για θέματα αγροτικής ανάπτυξης στην ΕΕ και τις υποψήφιες για ένταξη χώρες, σημειώνει: «Τα ενοίκια γης είναι τα υψηλότερα ίσως στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επιβαρύνουν δυσανάλογα το κόστος παραγωγής». Επίσης, στο ίδιο κείμενο αναφέρει: «Οι καλλιέργειες των εύφορων πεδινών περιοχών εμφανίζουν τον υψηλότερο βαθμό εξάρτησης από τις επιδοτήσεις της ΚΑΠ» και ότι «σημαντικοί κλάδοι της αγροτικής μας παραγωγής εξαρτώνται καθόλου ή ελάχιστα από τους προστατευτικούς ή επιδοματικούς μηχανισμούς της ΚΑΠ» (κρασιά, επιτραπέζιες ελιές, διάφορα φρούτα και κηπευτικά, μελισσοκομία, αλιεία και ιχθυοκαλλιέργεια κ.λπ.) (Βλ. Οικονομικός Ταχυδρόμος 30/12/1999)

[14] Όπως υπογραμμίζει ο Κ. Μαρξ, «από την αγροτική οικονομία με κατεύθυνση τις πόλεις δημιουργείται ο εφεδρικός στρατός», ενώ για την ελληνική περίπτωση οι Κ. Βαΐτσος και Τ. Γιαννίτσης αναφέρουν ότι: «…ο αγροτικός τομέας υπήρξε η πηγή του ανθρώπινου δυναμικού πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η δυναμική των άλλων τομέων και ιδιαίτερα των υπηρεσιών».

[15] Ινστιτούτο έρευνας της ΓΣΕΕ

[16] Αυτός ο πίνακας, που προέρχεται από τη στατιστική υπηρεσία της Ε.Ε., τη Eurostat, δεν θεωρεί αγρότες όσους δεν εντάχθηκαν στο μητρώο αγροτών ως αγρότες και δεν ενσωματώνει την οικογενειακή εργασία. Γι’ αυτό και εμφανίζεται μειωμένος ο αριθμός των απασχολούμενων στη γεωργία.

[17] Έρευνα των Δ. Δαμιανού, Χ. Κασσίμη, Ν. Μωϋσίδη, Μ. Ντεμούση.

[18] Ο Κώστας Βεργόπουλος διαπιστώνει ότι «...η εξαιρετική ανάπτυξη των εμπορευματικών καλλιεργειών δημιουργεί με τη σειρά της το πρόσφορο έδαφος δια του οποίου το καπιταλιστικό σύστημα δύναται να περισφίγγεται όλο και περισσότερο πάνω στην αγροτική εργασία. Στην πράξη τα μεγάλα ελλείμματα του αγροτικού ισοζυγίου εντοπίζονται κυρίως στις περιοχές των έντονα εμπορευματικών καλλιεργειών. Ο αντιπροσωπευτικός τύπος της οικογένειας, η οποία λόγω των ανερχόμενων παραγωγικών εξόδων και της καθήλωσης των αγροτικών τιμών αποφασίζει να αυξήσει τα εισοδήματα της καταφεύγοντας στην επιχείρηση της μετανάστευσης, είναι κατ’ εξοχήν η οικογένεια των υψηλών εμπορευματικών καλλιεργειών, η εντόνως συνδεόμενη με την αγορά (καπνός, βαμβάκι, τεύτλα, ελαιόλαδο, φρούτα κ.λπ.)». (Το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα, σελ. 283, Εξάντας).

Και για το ίδιο αυτό ζήτημα ο Λένιν έγραφε «…ο συνδυασμός της βιομηχανικής επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων με τη γεωργία αποτελεί ένα από τα πιο χειροπιαστά γνωρίσματα μιας ειδικής κεφαλαιοκρατικής προόδου στη Γεωργία». («Το αγροτικό ζήτημα και οι ¨κριτικοί του Μαρ, Εκδ. Καζαντζά 1975, σελ.134).

[19] Η κατάσταση της Γεωργίας στην Ευρώπη, 1991.

[20] Θανάσης Παπαγεωργίου, Υποδιοικητής ΑΤΕ, Εξπρές, Νοέμβριος 1995, Αφιέρωμα «Αγροτική Οικονομία».

[21] Το 1995 η ΑΤΕ εκταμίευσε 619 δις και το 1996 631 δις για βραχυπρόθεσμες χορηγήσεις, ενώ για μεσομακροπρόθεσμες χορηγήσεις τα αντίστοιχα ποσά ήταν 53 δις και 51 δις. (Χρήστος Παπαθανασίου, Διοικητής ΑΤΕ, Εξπρές, Αφιέρωμα «AGROTICA», Γενάρης 1997)

[22] Εξπρές, Ιανουάριος 1995, αφιέρωμα Αγροτική Οικονομία.

[23] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Ελευθεροτυπία 21/12/1996.

[24] Ο πίνακας παρατίθεται από το Γιώργο Οικονομάκη στο άρθρο του «Το ζήτημα της Καπιταλιστικοποίησης του Αγροτικού τομέα», Θέσεις, Οκτώβριος–Δεκέμβριος 1998.

[25] Κ. Βαΐτσος Τ. Γιαννίτσης «Τεχνολογικός μετασχηματισμός και οικονομική ανάπτυξη», εκδόσεις GUTENBERG, σελ. 33.

[26] Βλ. Κ. Βεργόπουλος «Αγροτικό Ζήτημα. Μια απαγορευμένη συζήτηση», Ειρμός, 1998

[27] Με όλα τα δυνατά μέσα, πολιτικά, τοκογλυφία, με την απροκάλυπτη βία, ψηλές αξίες της γης και πολύ υψηλά επιτόκια για την απόκτηση της από φτωχούς και άκληρους αγρότες κ.λπ. (βλ. και Α. Ν. Αντωνιάδη «Η αγροτική ιδιοκτησία στην Ελλάδα», Θεσ/νικη, 1984).

[28] Με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης του 1881 για την παραχώρηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στην Ελλάδα, όλες οι εκτάσεις που ανήκαν στο τουρκικό δημόσιο περιέρχονται στο ελληνικό δημόσιο. Πολύ μικρή, στην πραγματικότητα, έκταση, αφού Έλληνες κεφαλαιούχοι από το 1878 (συνέδριο Βερολίνου), γνωρίζοντας τις προθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για παραχώρηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, αγόραζαν από τους Τούρκους σε πολύ χαμηλές τιμές τεράστιες εκτάσεις. Αυτό που τελικά απέμεινε στο ελληνικό δημόσιο δεν ήταν παρά το 1/4 της καλλιεργήσιμης και καλλιεργούμενης γης και το ½ των βοσκοτόπων-λειμώνων- δασών.

Σκανδαλώδης ήταν και η απόκτηση της γης των τσιφλικάδων από το δημόσιο. Η περίπτωση του Ιωάννη Στεφάνοβικ Σκυλίτση δεν αφήνει περιθώρια για παρεξηγήσεις. Το ελληνικό δημόσιο αγόρασε τα κτήματα του στη Θεσσαλία α) χωρίς προηγούμενη καταμέτρηση, β) χωρίς προηγούμενο έλεγχο των τίτλων ιδιοκτησίας, γ) με εκ προοιμίου αποδοχή της έλλειψης τίτλων, δ) χωρίς καταμέτρηση του εμβαδού και με αποδοχή των ορίων που έθετε ο πωλητής, ε) με ανάληψη από το δημόσιο όλων των υποθηκών και υποσημειώσεων που βάραιναν το κτήμα, στ) με την αποδοχή του καταληκτικού όρου ότι «ο πωλητής ουδεμία ευθύνη φέρει δια την ακρίβειαν των ορίων και την έκτασιν των πωλουμένων κτημάτων…», ζ) με την υποχρέωση του Σκυλίτση να παραδώσει τους τίτλους μόνο μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου για την κύρωση της σύμβασης, η) με την υποχρέωση του δημοσίου να καταβάλει τόκους 4% στον Σκυλίτση για τις 80.000 λίρες για το διάστημα από την κατάρτιση της σύμβασης μέχρι την κύρωση της με νόμο, θ) γνωρίζοντας ότι υπήρχαν εκκρεμείς δίκες κατά του Σκυλίτση για 3.837 στρέμματα και για χρέη 673.211 δρχ. που το δημόσιο αναλάμβανε εξολοκλήρου κ.λπ. κ.λπ.

[29] Σύμφωνα με το Σαμίρ Αμίν, στην οικογενειακή αγροτική οικονομία η τιμή της γης αντιπροσωπεύει το ισοδύναμο της αναγκαίας εργασίας για την αναπαραγωγή της αγροτικής οικογένειας.

[30] Λιπάσματα και φάρμακα αποτελούν το 20,3% του κόστους του καπνού, το 14,6% του κόστους του βαμβακιού (βλ. όπως και υποσημείωση 30).

 [32] Κ. Βεργόπουλος «Το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα», σελ. 248.

[33] Τοκοχρεολύσια και τόκοι αποτελούν το 17,6% του κόστους του βαμβακιού (βλ. Οργανισμός βάμβακος, Εξπρές, AGROTIKA, Γενάρης 1999), το 11,34% του ελαιολάδου (Ε.Θ.Ι.Α.Γ.Ε , στο ίδιο) κ.λπ.

[34][34] Ε. Βάργκα «Το Αγροτικό Ζήτημα», σελ. 21, (εκδόσεις Μάρη Κοροντζή 1945).

Επίσης ο Κ. Βεργόπουλος στο «Αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα» (σελ. 211) αναφέρει: «Στον ανταγωνισμό ανάμεσα στη μικροαγροτική παραγωγή και στην καπιταλιστική γεωργική επιχείρηση, ο αγρότης κατορθώνει συνήθως να θριαμβεύει, καθότι η οικογενειακή παραγωγή είναι η μόνη η οποία δέχεται να συνεχίζει χωρίς να εισπράττει μήτε πρόσοδο, μήτε κέρδος. Όπως ο Σαμίρ Αμίν και ο Tschayanov υπογραμμίζουν: ο μικρός γεωργός μπορεί να δέχεται μια αμοιβή τόσο χαμηλή, που ν’ αφαιρεί κάθε δυνατότητα ανταγωνισμού από την καπιταλιστική γεωργία».

[35] Καρλ Μαρξ «Grundrisse», εκδ. Στοχαστής, τ. 2, σελ 203 – 206.

[36] «… όχι μεγαλύτερο από ένα κομμάτι που μπορεί να το καλλιεργήσει μόνος του με την οικογένεια του, και όχι μικρότερο από ένα κομμάτι που μπορεί να θρέψει ολόκληρη την οικογένεια του. Αυτός ο μικροχωρικός, όπως κι ο μικρός χειροτέχνης, είναι λοιπόν εργάτης που ξεχωρίζει από το σύγχρονο προλετάριο με το ότι είναι ακόμα κάτοχος των μέσων εργασίας, δηλαδή απομεινάρι ενός περασμένου τρόπου παραγωγής». ( Φρ. Ένγκελς, «Το αγροτικό Ζήτημα στη Γαλλία και τη Γερμανία», Διαλεχτά Έργα τ. 2 σελ 493, εκδόσεις Γνώσεις.

[37] «Ο νοικοκύρης μικροχωρικός που ζει απότη δουλειά του, ούτε κατέχει σίγουρα το κομματάκι γης που έχει, ούτε είναι ελεύθερος. Ο ίδιος, καθώς και το σπίτι του, το νοικοκυριό του, καθώς και τα χωραφάκια του ανήκουν στον τοκογλύφο. Η ύπαρξή του είναι πιο αβέβαιη από την ύπαρξη του προλετάριου, που τουλάχιστον πότε πότε ζει και ήσυχες μέρες, πράγμα που ποτέ δεν συμβαίνει στον τυραννισμένο σκλάβο των χρεών». Φ. Ένγκελς «Το αγροτικό ζήτημα στη Γαλλία και τη Γερμανία», Δ.Ε. σελ 511.

 [38] Φ. Ένγκελς, «Το αγροτικό ζήτημα στη Γαλλία και τη Γερμανία», Δ.Ε. σελ 511.

[39] Με δεδομένο ότι η μέση έκταση στην ΕΕ των 15 είναι 18,7 εκτάρια ή 187 στρέμματα, που με τη σειρά της απέχει πολύ από τα 100 και πάνω εκτάρια των Η.Π.Α.

Όλη η παραγωγή υπεραξίας επομένως και όλη η ανάπτυξη του κεφαλαίου εξεταζόμενη από την πλευρά της φυσικής της βάσης, στηρίζεται στην παραγωγικότητα της αγροτικής εργασίας. Αν οι άνθρωποι γενικά δεν είναι ικανοί μέσα σε μια εργάσιμη μέρα να παραγάγουν περισσότερα μέσα συντήρησης, δηλαδή με την πιο στενή έννοια, να παραγάγουν περισσότερα γεωργικά προϊόντα απ’ όσα χρειάζεται ο κάθε εργάτης για τη δική του αναπαραγωγή, αν το καθημερινό ξόδεμα όλης της εργατικής του δύναμης επαρκεί μόνο για να παράγει τα απαραίτητα για τις ατομικές του ανάγκες μέσα συντήρησης, δεν μπορεί καθόλου να γίνεται λόγος ούτε για υπερπροϊόν , ούτε για υπεραξία. «Μια παραγωγικότητα της γεωργικής εργασίας, που ξεπερνά τις ατομικές ανάγκες του εργάτη, αποτελεί τη βάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, η οποία όλο και ένα αυξανόμενο μέρος της κοινωνίας το απαλλάσσει από την παραγωγή των άμεσων μέσων συντήρησης και το μετατρέπει, όπως λέει ο Στιούαρτ, σε free hands (ελεύθερα χέρια), το διαθέτει για εκμετάλλευση σε άλλες σφαίρες”. (Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 965, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1978).

 

το νέο site...

  

 [ΑΡΧΕΙΟ: ΠΑΛΙΟ SITE]

 [ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.]

 

 

Θυμόμαστε
το σ. Χρίστο Μπίστη

 

Κυκλοφορεί το Κόκκινο Δελτίο

(τεύχος 13)

σας αρέσει η νέα μας εμφάνιση;