ΣΤΟΠ ΣΤΟΝ ΨΗΦΙΑΚΟ–ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

 

 Του Χρίστου Μπίστη[*]

 

 

Η πρόσφατη Σύνοδος της Ε.Ε. στη Λισσαβόνα διαπίστωσε τη σοβαρή τεχνολογική καθυστέρηση της Ευρώπης απέναντι στις ΗΠΑ και καθόρισε ως «νέο στρατηγικό στόχο της Ε.Ε. για την επόμενη δεκαετία την ανάδειξή της ως της πιο ανταγωνιστικής και δυναμικής οικονομίας της γνώσης στον κόσμο, ικανής να εξασφαλίσει διαρκή οικονομική ανάπτυξη, με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή». Η σκληρή πραγματικότητα που συγκαλύπτεται μ’ αυτές τις ωραιολογίες αποσιωπάται συστηματικά και από τους πολιτικάντες δημαγωγούς των αστο–ρεφορμιστικών κομμάτων. Η αποκάλυψή της είναι ωστόσο καθοριστική για να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να αντιμετωπίσουν τη μεθοδευμένη βαρβαρότητα που επέρχεται.

 

Με στόχο τη διεκδίκηση της πρωτοπορίας στην «ψηφιακή επανάσταση», η Ε.Ε. αποφάσισε στη Λισσαβόνα την «κινητοποίηση όλων των χρηματοδοτικών πόρων της κοινότητας», σε βάρος φυσικά των όποιων άλλων κοινωνικών παροχών. Άμεσες επιδιώξεις της: η φτηνότερη και πιο σύγχρονη «υποδομή επικοινωνιών», η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου (και η συντριβή των μικρομεσαίων, σημ. Χ.Μ.), η ενοποίηση των χρηματαγορών, ένα «φιλικό περιβάλλον» υπέρ των επιχειρήσεων της οικονομίας της γνώσης, με κάθε είδους φοροαπαλλαγές και προνόμια, η πλήρης απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας, των ταχυδρομείων και των μεταφορών, η σύνδεση σχολείων, ανώτερων σχολών, δημοσίων υπηρεσιών και επιχειρήσεων με το Διαδίκτυο. Στρατηγικής σημασίας μέσα σ’ όλ’ αυτά η κατεδάφιση του δημόσιου χαρακτήρα και η εξαθλίωση της Παιδείας υπέρ ενός «ευρωπαϊκού χώρου δια βίου κατάρτισης» μαθητών, ανέργων, εργαζόμενων προσαρμοσμένου στις εναλλασσόμενες ανάγκες του κεφαλαίου. Αλλά και η δημιουργία μιας νέας τεράστιας αγοράς της γνώσης στα χέρια των πολυεθνικών μονοπωλίων της πληροφορικής, με το ρόλο της «ατμομηχανής» της οικονομίας που είχε μέχρι σήμερα η αγορά του αυτοκινήτου.

 

Η προσαρμογή του «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου» στα παραπάνω, σύμφωνα με τα αμερικάνικα πρότυπα, αποκτά εφιαλτικές διαστάσεις για τους εργαζόμενους. Η «Λευκή Βίβλος» του Ντελόρ σχεδίαζε κιόλας την προσέγγιση του έμμεσου κόστους εργασίας (εργοδοτικές και κρατικές εισφορές ) από το 40%, που ένα ισχυρό εργατικό κίνημα είχε επιβάλει στην Ευρώπη, στο 28% που ίσχυε μέχρι τότε στις ΗΠΑ. Σήμερα η Λισσαβόνα εκτιμά τις δαπάνες για επιδόματα ανεργίας, συντάξεις κ.λπ. ως «καρκινώματα (!) στο σώμα της ευρωπαϊκής κοινωνίας». Και απαιτεί στη θέση του παλιού «Κοινωνικού Κράτους» ένα «Ενεργό Κοινωνικό Κράτος», που αντί για την ανεργία και την «τεμπελιά» θα «επιδοτεί την εργασία», θα ελαστικοποιεί πλήρως τις εργασιακές σχέσεις και θα μοιράζει τη μια θέση εργασίας στα δύο, με μισθούς κάτω από το όριο της φτώχειας (έτσι «μειώθηκε η ανεργία» και στην Αμερική). Ταυτόχρονα θα διασφαλίζει την «βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής προστασίας» με την κατάργηση της «πρόωρης συνταξιοδότησης» και την «ενεργό γήρανση». Δηλαδή, δουλειά «και μετά τα 65» όπως είπε κι ο Σημίτης. Παρατηρώντας με φθόνο το δείκτη απασχόλησης στην Ε.Ε. να βρίσκεται γύρω στο 60% (στην Ελλάδα 52%), σε αντίθεση με το 75% ΗΠΑ–Ιαπωνίας, η Λισσαβόνα αποφάσισε την αύξηση αυτού του ποσοστού στο 70% μέχρι το 2010. Χωρίς δεσμεύσεις όμως για μείωση της ανεργίας μπροστά στο νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων, συγχωνεύσεων κ.λπ. Έτσι αυτή η «πλήρης απασχόληση» δεν αποσκοπεί παρά στην οριστική ισοπέδωση εισοδημάτων και εργασιακών σχέσεων, υπέρ της «ανταγωνιστικότητας» και κερδοφορίας του κεφαλαίου. Για να γελοιοποιηθούν και τα παραμύθια περί «τέλους της εργασίας» και να επιβεβαιωθεί ξανά πως δεν υπάρχει άλλη πηγή υπεραξίας για το κεφάλαιο από το άγριο ξεζούμισμα της ζωντανής εργατικής δύναμης.

 

Είναι φανερό ότι αυτός ο ψηφιακός - κοινωνικός μεσαίωνας Ε.Ε.–ΟΝΕ–κεφαλαίου, δεν είναι δυνατό ν’ αποκτήσει «ανθρώπινο πρόσωπο». Δεν αντιμετωπίζεται με την υπονόμευση των αγώνων για τη μετατροπή τους σε ψήφους, ούτε με την «ανάπτυξη» και υποταγή στο έδαφος του καπιταλισμού. Δεν ανατρέπεται με την πολυδιάσπαση, με κωμικές «δικαιώσεις» και κομματικοκεντρικές καταγραφές. Απαιτεί αντίθετα διάλογο και κοινή δράση για την ευρύτερη δυνατή ενότητα της ανυπότακτης επαναστατικής και ριζοσπαστικής αριστεράς, για τη συγχώνευσή της με τις πιο ριζοσπαστικές αναζητήσεις των μισθωτών, της φτωχομεσαίας αγροτιάς και της νεολαίας· στο δρόμο που χάραξαν οι κοινωνικές επαναστάσεις του αιώνα που έκλεισε· αλλά και οι πιο πρόσφατοι αγώνες και εξεγέρσεις των εργαζόμενων – από τον Μάη του ‘68 ως το Σιάτλ κι απ’ το Πολυτεχνείο μέχρι τις σύγχρονες μεγαλειώδεις μαθητικές κινητοποιήσεις, το περσινό αντιιμπεριαλιστικό και αντιπολεμικό κίνημα, τον ξεσηκωμό της φτωχομεσαίας αγροτιάς (χωρίς γαρύφαλλα στην αστυνομία την άλλη φορά). Σ’ αυτήν την κατεύθυνση η στήριξη και η κόκκινη ψήφος στο «Μέτωπο Ριζοσπαστικής Αριστεράς», που συγκροτείται από ανεξάρτητους αγωνιστές, κινήσεις και πολιτικές οργανώσεις (ΑΚΟΣ, ΕΕΚ, Ε.Κ.Κ.Ε., ΝΑΡ, νΚΑ) είναι η πιο ισχυρή προειδοποίηση απέναντι στους κρατούντες, η πιο κερδισμένη ψήφος για το λαό. Για την απόκρουση της νέας βαρβαρότητας. Για να πάρουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στα χέρια τους τις συσσωρευμένες παραγωγικές και δημιουργικές δυνατότητες της σύγχρονης κοινωνίας, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου και της φύσης, για την ικανοποίση των αναγκών, την άνθιση του πολιτισμού και την απελευθέρωση του κοινωνικού ανθρώπου.

 

 

 


 

[*] Ο Χρίστος Μπίστης είναι στέλεχος του Ε.Κ.Κ.Ε. και του «Μετώπου Ριζοσπαστικής Αριστεράς»